δυσμαθής: Difference between revisions
τὸν καπνὸν φεύγων εἰς τὸ πῦρ ἐνέπεσεν → out of the frying pan into the fire, from the frying pan into the fire
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1") |
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2") |
||
Line 18: | Line 18: | ||
{{bailly | {{bailly | ||
|btext=ής, ές :<br />difficile à apprendre <i>ou</i> à reconnaître ; τὸ δυσμαθές EUR obscurité impénétrable.<br />'''Étymologie:''' δυσ-, [[μανθάνω]]. | |btext=ής, ές :<br />difficile à apprendre <i>ou</i> à reconnaître ; τὸ δυσμαθές EUR obscurité impénétrable.<br />'''Étymologie:''' δυσ-, [[μανθάνω]]. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''δυσμᾰθής:'''<br /><b class="num">1)</b> [[с трудом постигаемый]], [[неудобопонятный]] (τὰ πυθόκραντα Aesch.): δ. [[ἰδεῖν]] Eur. неузнаваемый;<br /><b class="num">2)</b> [[с трудом познающий]], [[плохо понимающий]] Plat. | |||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
Line 27: | Line 30: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''δυσμᾰθής:''' -ές ([[μανθάνω]]),<br /><b class="num">1.</b> [[δύσκολος]] να μαθευτεί, [[δυσνόητος]], σε Αισχύλ.· δ. [[ἰδεῖν]], [[δύσκολος]] να αναγνωρισθεί εξ όψεως, σε Ευρ.· <i>τὸ δυσμαθές</i>, [[δυσκολία]], [[δυσχέρεια]] στη [[γνώση]], στον ίδ.<br /><b class="num">II.</b> Ενεργ., [[βραδύς]] στη [[μάθηση]], [[νωθρός]], σε Πλάτ.· επίρρ., <i>δυσμαθῶς ἔχειν</i>, είμαι [[τέτοιος]], στον ίδ. | |lsmtext='''δυσμᾰθής:''' -ές ([[μανθάνω]]),<br /><b class="num">1.</b> [[δύσκολος]] να μαθευτεί, [[δυσνόητος]], σε Αισχύλ.· δ. [[ἰδεῖν]], [[δύσκολος]] να αναγνωρισθεί εξ όψεως, σε Ευρ.· <i>τὸ δυσμαθές</i>, [[δυσκολία]], [[δυσχέρεια]] στη [[γνώση]], στον ίδ.<br /><b class="num">II.</b> Ενεργ., [[βραδύς]] στη [[μάθηση]], [[νωθρός]], σε Πλάτ.· επίρρ., <i>δυσμαθῶς ἔχειν</i>, είμαι [[τέτοιος]], στον ίδ. | ||
}} | }} | ||
{{mdlsj | {{mdlsj |
Revision as of 13:01, 3 October 2022
English (LSJ)
ές, A hard to learn, Id.Ag.1255; δ. ἰδεῖν hard to know at sight, E.Med.1196; τὸ δ. difficulty of knowing, Id.IT478. II Act., slow at learning, dull, Pl.R.358a, etc.: Comp., Plu.2.992d: Sup., Ph.2.175, Jul.Or. 7.225b. Adv. δυσμαθῶς, ἔχειν Pl.R.503d.
Spanish (DGE)
(δυσμᾰθής) -ές
I 1difícil de entender τὰ πυθόκραντα A.A.1255
•difícil de reconocer πλὴν τῷ τεκόντι κάρτα δ. ἰδεῖν de Creúsa abrasada, E.Med.1196
•neutr. subst. τὸ δ. la incertidumbre ἡ γὰρ τύχη παρήγαγ' ἐς τὸ δ. E.IT 478.
2 esp. de pers. o del intelecto difícil de instruir, torpe ὡς ἄγροικος εἶ καὶ δ. Ar.Nu.646, cf. Pl.Lg.891a, Euthphr.9b, ἐγώ τις, ὡς ἔοικε, δ. Pl.R.358a, πᾶς ἄν μοι δοκεῖ ... συγχωρῆσαι ... καὶ ὁ δυσμαθέστατος Pl.Phd.79e, cf. Epin.978d, Ph.2.175, τὸ ... τῆς ψυχῆς κωφὸν καὶ δ. ... ποιεῖν convertir en necio y torpe lo que corresponde al alma Pl.Ti.88b, op. εὐμαθής Pl.R.486c, Ep.344a, δυσμαθεῖς ... καὶ αὐθάδεις Herm.Sim.9.22.1, τῶν ῥητορικῶν οἱ δυσμαθέστατοι Iul.Or.7.225b, de animales, Plu.2.992d
•lento para aprender δυσμαθέστερον εἶναι καὶ ... ἐπιλησμονέστερον el hombre en la vejez, X.Ap.6, cf. Mem.4.8.8.
II adv. -ῶς con torpeza δ. ἔχειν ser torpe Pl.R.503d.
German (Pape)
[Seite 683] ές, 1) schwer zu lernen, zu erkennen, Aesch. Ag. 1118; Eur. I. T. 478; ἰδεῖν, unkenntlich, Med. 1196. – 2) schwer lernend, ungelehrig, Plat. Lach. 189 a u. öfter; compar., Euthyph. 9 b; – δυσμαθῶς ἔχειν, Plat. Rep. VI, 503 d.
French (Bailly abrégé)
ής, ές :
difficile à apprendre ou à reconnaître ; τὸ δυσμαθές EUR obscurité impénétrable.
Étymologie: δυσ-, μανθάνω.
Russian (Dvoretsky)
δυσμᾰθής:
1) с трудом постигаемый, неудобопонятный (τὰ πυθόκραντα Aesch.): δ. ἰδεῖν Eur. неузнаваемый;
2) с трудом познающий, плохо понимающий Plat.
Greek (Liddell-Scott)
δυσμᾰθής: ἐς, παθητ., δυσμάθητος, δυσνόητος, Αἰσχύλ. Ἀγ. 1255· δ. ἰδεῖν, ὃν δύσκολον εἶνε νὰ γνωρίσῃ τις ἐξ ὄψεως, Εὐρ. Μηδ. 1196· τὸ δ. ὁ αὐτ. Ι. Τ. 478. ΙΙ. ἐνεργ., δυσκόλως μανθάνων, βραδὺς ἐν τῷ μανθάνειν, νωθρός, Πλάτ. Πολ. 358Α, κτλ. ― Ἐπίρρ., δυσμαθῶς ἔχειν αὐτόθι 503D.
Greek Monolingual
-ές (Α δυσμαθής, -ές)
ο ανεπίδεκτος μαθήσεως
αρχ.
1. δυσνόητος
2. αυτός που δύσκολα αναγνωρίζεται
3. το ουδ. ως ουσ. τὸ δυσμαθές
η δυσμαθία.
Greek Monotonic
δυσμᾰθής: -ές (μανθάνω),
1. δύσκολος να μαθευτεί, δυσνόητος, σε Αισχύλ.· δ. ἰδεῖν, δύσκολος να αναγνωρισθεί εξ όψεως, σε Ευρ.· τὸ δυσμαθές, δυσκολία, δυσχέρεια στη γνώση, στον ίδ.
II. Ενεργ., βραδύς στη μάθηση, νωθρός, σε Πλάτ.· επίρρ., δυσμαθῶς ἔχειν, είμαι τέτοιος, στον ίδ.
Middle Liddell
δυσ-μᾰθής, ές μανθάνω
I. hard to learn, Aesch.; δ. ἰδεῖν hard to know at sight, Eur.: τὸ δυσμαθές difficulty of knowing Eur.
II. act. slow at learning, Plat.:—adv., δυσμαθῶς ἔχειν to be so, Plat.
English (Woodhouse)
abstruse, dark, dull, indistinct, intricate, obscure, undiscoverable, dull in intellect, hard to understand, not to be discovered, of the intelligence, slow at learning, difficult to understand