εὐαίων: Difference between revisions
Μούνη γὰρ ἄγειν οὐκέτι σωκῶ λύπης ἀντίρροπον ἄχθος → I have no longer strength to bear alone the burden of grief that weighs me down
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1") |
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2") |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{bailly | {{bailly | ||
|btext=<i>gén</i>. ονος (ὁ, ἡ)<br /><b>1</b> dont la vie est heureuse, heureux;<br /><b>2</b> qui rend heureux (sommeil, fortune, sort).<br />'''Étymologie:''' [[εὖ]], [[αἰών]]. | |btext=<i>gén</i>. ονος (ὁ, ἡ)<br /><b>1</b> dont la vie est heureuse, heureux;<br /><b>2</b> qui rend heureux (sommeil, fortune, sort).<br />'''Étymologie:''' [[εὖ]], [[αἰών]]. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''εὐαίων:''' ωνος adj.<br /><b class="num">1)</b> [[счастливый]], [[блаженный]] ([[βίοτος]] Aesch., Soph.; Λατοῦς [[παῖς]] Eur.; [[πότμος]] Plat.);<br /><b class="num">2)</b> [[дающий счастье]], [[благодатный]] ([[ὕπνος]] Soph.; [[πλοῦτος]] Plut.). | |||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
Line 24: | Line 27: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''εὐαίων:''' -ωνος, ὁ, ἡ, [[ευτυχισμένος]] στη [[ζωή]], σε Ευρ.· λέγεται για την [[ίδια]] την [[ζωή]], ευτυχισμένη, καλότυχη, [[μακαρία]], σε Αισχύλ., Σοφ.· [[ὕπνος]] εὐ., [[μακάριος]], [[αιώνιος]] ύπνος, σε Σοφ. | |lsmtext='''εὐαίων:''' -ωνος, ὁ, ἡ, [[ευτυχισμένος]] στη [[ζωή]], σε Ευρ.· λέγεται για την [[ίδια]] την [[ζωή]], ευτυχισμένη, καλότυχη, [[μακαρία]], σε Αισχύλ., Σοφ.· [[ὕπνος]] εὐ., [[μακάριος]], [[αιώνιος]] ύπνος, σε Σοφ. | ||
}} | }} | ||
{{mdlsj | {{mdlsj |
Revision as of 13:11, 3 October 2022
English (LSJ)
ωνος, ὁ, ἡ, happy in life, of persons, E.Ion126 (lyr.), Call. Del.292, etc.; happy, fortunate, βίοτος A.Pers.711, S.Tr.81; πλοῦτος S.Fr.592.3 (lyr.); (Ὕπνος) Id.Ph.829 (lyr.); πότμος E.IA550 (lyr.).
German (Pape)
[Seite 1055] ωνος, glücklich lebend, glücklich, βίοτος Aesch. Pers. 697; Soph. Tr. 81; πότμος Eur. I. A. 550; sp. D., wie Call. 16 (v, 1461. In Anrufungen, Παιάν Eur. Ion 126; ὕπνε εὐαίων ἄναξ, glücklich machend, Soph. Phil. 818.
French (Bailly abrégé)
gén. ονος (ὁ, ἡ)
1 dont la vie est heureuse, heureux;
2 qui rend heureux (sommeil, fortune, sort).
Étymologie: εὖ, αἰών.
Russian (Dvoretsky)
εὐαίων: ωνος adj.
1) счастливый, блаженный (βίοτος Aesch., Soph.; Λατοῦς παῖς Eur.; πότμος Plat.);
2) дающий счастье, благодатный (ὕπνος Soph.; πλοῦτος Plut.).
Greek (Liddell-Scott)
εὐαίων: -ωνος, ὁ, ἡ, ὁ ἔχων εὐδαίμονα βίον, ὁ ζῶν εὐδαιμόνως, εὐαίων εὐαίων εἴης, ὦ Λατοῦς παῖ Εὐρ. Ἴων 126· καθόλου, εὐδαίμων, μακάριος, βίοτος Αἰσχύλ. Πέρσ. 711, Σοφοκλ. Τρ. 81· πλοῦτος Σοφ. Ἀποσπ. 718· ὕπνος ὁ αὐτ. ἐν Φιλ. 829· πότμος Εὐρ. Ι. Α. 551. - Καθ’ Ἡσύχ. «εὐαίων· εὐγήρως. εὐμοίρως».
Greek Monolingual
εὐαίων, ὁ, ἡ (Α)
1. αυτός που ζει ευτυχισμένη ζωή
2. ευτυχής, μακάριος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + αιών «η περίοδος της ζωής ενός ανθρώπου, η ζωή - απεριόριστο χρονικό διάστημα» (πρβλ. δυσαίων, μακραίων, μεσαίων)].
Greek Monotonic
εὐαίων: -ωνος, ὁ, ἡ, ευτυχισμένος στη ζωή, σε Ευρ.· λέγεται για την ίδια την ζωή, ευτυχισμένη, καλότυχη, μακαρία, σε Αισχύλ., Σοφ.· ὕπνος εὐ., μακάριος, αιώνιος ύπνος, σε Σοφ.
Middle Liddell
εὐ-αίων, ωνος,
happy in life, Eur.; of life itself, happy, fortunate, blessed, Aesch., Soph.; ὕπνος εὐ. blessed sleep, Soph.