θαιρός: Difference between revisions

From LSJ

Ὡς ἡδὺ τὸ ζῆν μὴ φθονούσης τῆς τύχης → Quam vita dulce est, fata dum non invident → Wie süß zu leben, wenn das Glück nicht neidisch ist

Menander, Monostichoi, 563
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2")
Line 15: Line 15:
{{bailly
{{bailly
|btext=οῦ (ὁ) :<br />gond d'une porte.<br />'''Étymologie:''' pour *θαριός de *θϜαριός, cf. [[θύρα]].
|btext=οῦ (ὁ) :<br />gond d'une porte.<br />'''Étymologie:''' pour *θαριός de *θϜαριός, cf. [[θύρα]].
}}
{{elru
|elrutext='''θαιρός:''' ὁ<br /><b class="num">1)</b> [[дверной крюк]], [[дверной шип]]: ῥῆξε δ᾽ ἀπ᾽ ἀμφοτέρους θαιρούς Hom. (ударом камня Гектор) сбил оба крюка;<br /><b class="num">2)</b> [[ось повозки]] Soph.
}}
}}
{{ls
{{ls
Line 27: Line 30:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''θαιρός:''' ὁ, ο [[μεντεσές]] της πόρτας ή της θύρας, σε Ομήρ. Ιλ.
|lsmtext='''θαιρός:''' ὁ, ο [[μεντεσές]] της πόρτας ή της θύρας, σε Ομήρ. Ιλ.
}}
{{elru
|elrutext='''θαιρός:''' ὁ<br /><b class="num">1)</b> [[дверной крюк]], [[дверной шип]]: ῥῆξε δ᾽ ἀπ᾽ ἀμφοτέρους θαιρούς Hom. (ударом камня Гектор) сбил оба крюка;<br /><b class="num">2)</b> [[ось повозки]] Soph.
}}
}}
{{etym
{{etym

Revision as of 13:40, 3 October 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: θαιρός Medium diacritics: θαιρός Low diacritics: θαιρός Capitals: ΘΑΙΡΟΣ
Transliteration A: thairós Transliteration B: thairos Transliteration C: thairos Beta Code: qairo/s

English (LSJ)

ὁ, A pivot of a door or gate, ῥῆξε δ' ἀπ' ἀμφοτέρους θαιρούς Il. 12.459, cf. Q.S.3.27, Agath.1.10. II axle of a chariot, S.Fr. 596. (Perh. for θϝᾰρ-yos, cf. θύρα.)

German (Pape)

[Seite 1181] ὁ, die Thürangel, Il. 12, 459, VLL. στροφεύς, die nach Hesych. von oben nach unten ging, ὁ διήκων ἀπὸ τοῦ ἄνω μέρους ἕως κάτω στροφεύς, Qu. Sm. 3, 27 heißt es πύλας δ' εἰς οὖδας ἔρεισε θαιρῶν ἐξερύσας, nachdem er sie aus den Angeln gerissen hatte. – Nach Poll. 1, 144 am Wagen die Eckhölzer, in welche die Seiten des Wagenkastens eingefügt sind, u. die Seitenstücke selbst, = θαιραῖα ξύλα, ibd. 253, vielleicht Wagenrungen. – Bei Soph. fr. 538 die Achse des Wagens.

French (Bailly abrégé)

οῦ (ὁ) :
gond d'une porte.
Étymologie: pour *θαριός de *θϜαριός, cf. θύρα.

Russian (Dvoretsky)

θαιρός:
1) дверной крюк, дверной шип: ῥῆξε δ᾽ ἀπ᾽ ἀμφοτέρους θαιρούς Hom. (ударом камня Гектор) сбил оба крюка;
2) ось повозки Soph.

Greek (Liddell-Scott)

θαιρός: ὁ, (ἴδε θύρα) ὁ στρόφιγξ θύρας, ῥῆξε δ’ ἀπ’ ἀμφοτέρους θαιροὺς Ἰλ. Μ. 459, Κόϊντ. Σμ. 3. 27. ΙΙ. ὁ ἄξων ἅρματος, Σοφ. Ἀποσπ. 538· ― θαιραῖα ξύλα, ξύλα, ὧν χρῆσις ἐγίνετο πρὸς κατασκευὴν θαιρῶν, Πολυδ. Α΄, 144, 253.

English (Autenrieth)

hinge, pl., Il. 12.459†. (See cuts from Egyptian originals; also under ἐπιβλής, No. 35.)

Greek Monolingual

ό (Α θαιρός)
νεοελλ.
1. τεχνολ. μοχλός ή άξονας που χρησιμοποιείται για τη σύνδεση κινητών τμημάτων ενός οχήματος
2. ναυτ. η βελόνη ή ο πείρος που χρησιμοποιείται για την προσαρμογή και σταθεροποίηση περίστρεπτων εξαρτημάτων («θαιρός του πηδαλίου» — το εξάρτημα με το οποίο το πηδάλιο προσαρμόζεται στο ποδόστημα του πλοίου
αρχ.
1. η στρόφιγγα, ο ρεζές της θύρας
2. άξονας τροχού άμαξας.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβαιης ετυμολ. Κατά μια άποψη η λ. προέρχεται από θFaρ-ıό-ς, που θεωρήθηκε ως συνθ. του θύρα και του ιέναι «έρχομαι». Πιθ. παράγωγο του θύρα.

Greek Monotonic

θαιρός: ὁ, ο μεντεσές της πόρτας ή της θύρας, σε Ομήρ. Ιλ.

Frisk Etymological English

Grammatical information: m.
Meaning: pivot of a door (Μ 459, Q. S., Agath.), also axle of a chariot (S. Fr. 596)
Compounds: θαιροδύται οἱ ἐν τῳ̃ ζυγῳ̃ δακτύλιοι, δι' ὧν οἱ ῥυτῆρες H.
Derivatives: θαιραῖος (Poll.);
Origin: IE [Indo-European] [278] *dʰuer- door
Etymology: Technical term. Acc. to Brugmann (IF 17, 356ff.) from *θϜαρ-ιό-ς, IE *dhu̯r̥-i̯ó-, as Türgänger, from θύρα (s. v.) and ἰέναι go (?). Rather the suffix -i̯o-. Norw. dial. darre Türangel, small standard in the corner of a sledge (Falk-Torp Wb. 1, 178); at best remotely related.

Middle Liddell

θαιρός, ὁ,
the hinge of a door or gate, Il.

Frisk Etymology German

θαιρός: {thairós}
Grammar: m.
Meaning: Türangel, drehbarer Türzapfen (Μ 459, Q. S., Agath.), auch Wagenachse (S. Fr. 596) mit θαιραῖος (Poll.); dazu θαιροδύται· οἱ ἐν τῳ̃ ζυγῳ̃ δακτύλιοι, δι’ ὧν οἱ ῥυτῆρες H.
Etymology: Technischer Ausdruck ohne Etymologie. Nach Brugmann (z. B. IF 17, 356ff.) aus *θϝαριός, idg. *dhu̯r̥-i̯ó-, eig. "Türgänger’’, Zusammenbildung aus θύρα (s. d.) und ἰέναι gehen (?). Norw. dial. darre Türangel, kleiner Ständer in der Ecke eines Schlitten, von Falk-Torp Wb. 1, 178 mit θαιρός identifiziert, kann höchstens damit entfernt verwandt sein.
Page 1,647