μανικός: Difference between revisions
Μὴ πρὸς τὸ κέρδος πανταχοῦ πειρῶ βλέπειν → Noli perpetuo vertere oculos ad lucrum → Gewinnsucht habe nirgendwo allein im Blick
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1") |
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2") |
||
Line 12: | Line 12: | ||
{{bailly | {{bailly | ||
|btext=ή, όν :<br /><b>1</b> fou, insensé;<br /><b>2</b> qui trouble la raison;<br /><i>Cp.</i> μανικώτερος, <i>Sp.</i> μανικώτατος.<br />'''Étymologie:''' [[μαίνομαι]]. | |btext=ή, όν :<br /><b>1</b> fou, insensé;<br /><b>2</b> qui trouble la raison;<br /><i>Cp.</i> μανικώτερος, <i>Sp.</i> μανικώτατος.<br />'''Étymologie:''' [[μαίνομαι]]. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''μᾰνῐκός:'''<br /><b class="num">1)</b> [[сумасшедший]], [[безумный]] (πράγματα Arph.): μανικόν τι βλέπειν Arph. иметь безумный вид;<br /><b class="num">2)</b> [[граничащий с безумием]], [[безрассудный]] ([[ἐπιχείρημα]] Plat.);<br /><b class="num">3)</b> [[восторженный]], [[вдохновенный]]: εὐφυοῦς ἡ [[ποιητική]] ἐστιν ἢ μανικοῦ Arst. поэзия есть область одаренности или вдохновения;<br /><b class="num">4)</b> [[приводящий в безумие]] (φάρμακα Plut.). | |||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
Line 21: | Line 24: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''μᾰνῐκός:''' -ή, -όν ([[μανία]]),·<br /><b class="num">I.</b> αυτός που προκαλείται από ή αυτός που καταλήγει στη [[μανία]], [[τρελός]], σε Αριστοφ.· <i>μανικόν τι βλέπειν</i>, [[κοιτάζω]] σαν [[τρελός]], στον ίδ.<br /><b class="num">II.</b> λέγεται για πρόσωπα, [[παραληρηματικός]], [[παράφρων]], σε Πλάτ.· [[τρελός]], [[παράλογος]], σε Ξεν.· επίρρ., [[μανικῶς]] διακεῖσθαι, σε Πλάτ. | |lsmtext='''μᾰνῐκός:''' -ή, -όν ([[μανία]]),·<br /><b class="num">I.</b> αυτός που προκαλείται από ή αυτός που καταλήγει στη [[μανία]], [[τρελός]], σε Αριστοφ.· <i>μανικόν τι βλέπειν</i>, [[κοιτάζω]] σαν [[τρελός]], στον ίδ.<br /><b class="num">II.</b> λέγεται για πρόσωπα, [[παραληρηματικός]], [[παράφρων]], σε Πλάτ.· [[τρελός]], [[παράλογος]], σε Ξεν.· επίρρ., [[μανικῶς]] διακεῖσθαι, σε Πλάτ. | ||
}} | }} | ||
{{mdlsj | {{mdlsj |
Revision as of 14:15, 3 October 2022
English (LSJ)
ή, όν, (μανία) A of or for madness, mad, μ. πράγματα Ar.V. 1496; (νόσημα) Hp.Aph.3.20; βλέπει μανικόν τι she has a madwoman's eye, Ar.Pl.424; μανικωτέρα ἡδονή Pl.R.403a; ἡ μανική = madness, Id.Phdr.244c; μανικόν = symptom of madness, Hp.Prog.3; οὐ μανικόν ἐστ' ἐν οἰκία τρέφειν ταὧς; Anaxandr.28, cf. Epicur.Ep.2p.53U.; νοσῶν τι μ. Timocl.6.12. Adv. μανικῶς, περιφέρεσθαι X.Cyn.3.5; πυρέττειν Plu. Alex.75. 2 generally, mad, extravagant, Isoc.1.15, Pl.Prt.343c, etc.; σωφρόνημα λίαν μ. dub. l. in X.Ages.5.4; μ. ἱππωνίαι Id.Eq. Mag.1.12. Adv. μανικῶς, διακεῖσθαι Pl.Phdr.249d; ἔχειν Id.Sph.216d; ὰλόγως καὶ μανικῶς Isoc.5.65, cf. Phld.Ir.p.82 W. II disposed to madness, Pl.Smp.173d (dub.); unbalanced, Id.Sph.242a. 2 frenzied, enthusiastic, inspired, εὐφυοῦς ἡ ποιητική ἐστιν ἢ μανικοῦ Arist.Po.1455 a33; ἐξίσταται τὰ εὐφυᾶ γένη εἰς μανικώτερα ἤθη Id.Rh.1390b29; νοσήματα μ. καὶ ἐνθουσιαστικά Id.Pr.954a36. III Act., causing madness, στρύχνος (-ον) Thphr.HP9.11.5, Dsc.4.73, Gal.11.767; μανικόν, τό, = δορύκνιον, Plin.HN21.179, cf. Dsc.Alex.6; φάρμακα Plu.Arat.54.
French (Bailly abrégé)
ή, όν :
1 fou, insensé;
2 qui trouble la raison;
Cp. μανικώτερος, Sp. μανικώτατος.
Étymologie: μαίνομαι.
Russian (Dvoretsky)
μᾰνῐκός:
1) сумасшедший, безумный (πράγματα Arph.): μανικόν τι βλέπειν Arph. иметь безумный вид;
2) граничащий с безумием, безрассудный (ἐπιχείρημα Plat.);
3) восторженный, вдохновенный: εὐφυοῦς ἡ ποιητική ἐστιν ἢ μανικοῦ Arst. поэзия есть область одаренности или вдохновения;
4) приводящий в безумие (φάρμακα Plut.).
Greek (Liddell-Scott)
μᾰνῐκός: -ή, -όν, (μανία) ἀνήκων ἢ ἁρμόζων εἰς μανίαν, παράφρων, μ. πράγματα Ἀριστοφ. Σφ. 1496· μανικὸν (νόσημα) Ἱππ. Ἀφ. 1248· μανικόν τι βλέπειν Ἀριστοφ. Πλ. 424· μανικωτέρα ἡδονὴ Πλάτ. Πολ. 403Α· ἡ μανική, ἡ μανία, παραφροσύνη, ὁ αὐτ. ἐν Φαίδρ. 244C· τά μ., συμπτώματα μανίας, παραφροσύνης, Ἱππ. Προγν. 37· οὐ μανικόν ἐστ’ ἐν οἰκίᾳ τρέφειν ταὧς; Ἀναξανδρ. ἐν «Μελιλώτῳ» 4. ΙΙ. ἐπὶ ἀνθρώπων, ὁ ἔχων διάθεσιν ἢ τάσιν πρὸς μανίαν, παράφρων «τρελλός», μανιώδης, Πλάτ. Σοφ. 242Α, ὁ αὐτ. ἐν Συμπ. 173D. 2) ἐνθουσιῶν, ἐμπεπνευσμένος, διατελῶν ὑπὸ τὴν ἐνέργειαν ἐμπνεύσεως, εὐφυοῦς ἡ ποιητική ἐστιν ἢ μανικοῦ Ἀριστ. Ποιητ. 17. 4, πρβλ. Προβλ. 30. 1, 18. 3) καθόλου, ὑπέρμετρος, ὑπερβολικός, Ἰσοκρ. 5Α, κτλ.· σωφρόνημα λίαν μανικὸν Ξεν. Ἀγησ. 5. 4, πρβλ. Ἱππαρχ. 1, 12· - οὕτως ἐν τῷ ἐπιρρ., μανικῶς διακεῖσθαι Πλάτ. Φαῖδρ. 249D· ἔχειν ὁ αὐτ. ἐν Σοφ. 216D. ΙΙΙ. ἐνεργ., ὁ προξενῶν, ἐπιφέρων μανίαν, στρύχνος μνημονεύεται ἐκ τοῦ Διοσκ.· φάρμακα Πλουτ. Ἄρατ. 54.
Greek Monolingual
-ή, -ό (AM μανικός, -ή, -όν)
βλ. μανιακός.
Greek Monotonic
μᾰνῐκός: -ή, -όν (μανία),·
I. αυτός που προκαλείται από ή αυτός που καταλήγει στη μανία, τρελός, σε Αριστοφ.· μανικόν τι βλέπειν, κοιτάζω σαν τρελός, στον ίδ.
II. λέγεται για πρόσωπα, παραληρηματικός, παράφρων, σε Πλάτ.· τρελός, παράλογος, σε Ξεν.· επίρρ., μανικῶς διακεῖσθαι, σε Πλάτ.
Middle Liddell
μᾰνῐκός, ή, όν μανία
I. of or for madness, mad, Ar.; μανικόν τι βλέπειν to look mad, Ar.
II. of persons, frenzied, frantic, Plat.:— mad, extravagant, Xen.: —adv., μανικῶς διακεῖσθαι Plat.