μέτρημα: Difference between revisions
Ῥᾷον παραινεῖν ἢ παθόντα καρτερεῖν → Patientiam suadere facile, non pati → Es spricht sich leichter zu, als stark zu sein im Leid
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1") |
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2") |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{bailly | {{bailly | ||
|btext=ατος (τό) :<br />part mesurée <i>ou</i> attribuée.<br />'''Étymologie:''' [[μετρέω]]. | |btext=ατος (τό) :<br />part mesurée <i>ou</i> attribuée.<br />'''Étymologie:''' [[μετρέω]]. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''μέτρημα:''' ατος τό<br /><b class="num">1)</b> [[отмеренное расстояние]], [[участок]], [[площадь]] (μ. μυρίων πωδῶν ἀριθμόν Eur.);<br /><b class="num">2)</b> [[доля]], [[порция]] (βακχίου Eur.);<br /><b class="num">3)</b> воен. [[паек]] (πυρῶν Plut.);<br /><b class="num">4)</b> воен. [[жалованье]] Polyb. | |||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
Line 24: | Line 27: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''μέτρημα:''' -ατος, τό,<br /><b class="num">1.</b> [[απόσταση]] υπολογισμένη με [[μετρική]] [[μονάδα]], σε Ευρ.<br /><b class="num">2.</b> [[μερίδα]], [[επίδομα]], [[παροχή]], στον ίδ. | |lsmtext='''μέτρημα:''' -ατος, τό,<br /><b class="num">1.</b> [[απόσταση]] υπολογισμένη με [[μετρική]] [[μονάδα]], σε Ευρ.<br /><b class="num">2.</b> [[μερίδα]], [[επίδομα]], [[παροχή]], στον ίδ. | ||
}} | }} | ||
{{mdlsj | {{mdlsj |
Revision as of 14:15, 3 October 2022
English (LSJ)
ατος, τό, A measured distance, E.Ion1138; measurement, λίθοι… ὧν μ. στερεὸν πόδες ἑπτακόσιοι Supp.Epigr.4.446.11 (Didyma, ii B. C.). 2 measure, allowance, dole, E.IT954; soldier's rations, Plb.6.38.3, OGI229.106 (Smyrna, ii B. C.), PLond. 1.23.26 (ii B. C.); pay, Plb.9.27.11: in plural, deliveries in kind, POxy. 1221.4 (iii/iv A. D.): sg., amount so delivered, PCair.Zen.223.5 (iii B. C.); μέτρημα θησαυροῦ Ostr.Bodl. v D9 (i A. D.), al.
German (Pape)
[Seite 162] τό, das Zugemessene, Eur. Ion 1138; bes. das gewöhnliche Maaß Getreide für die Soldaten, Pol. 6, 38, 3; auch der Sold, 9, 27, 11.
French (Bailly abrégé)
ατος (τό) :
part mesurée ou attribuée.
Étymologie: μετρέω.
Russian (Dvoretsky)
μέτρημα: ατος τό
1) отмеренное расстояние, участок, площадь (μ. μυρίων πωδῶν ἀριθμόν Eur.);
2) доля, порция (βακχίου Eur.);
3) воен. паек (πυρῶν Plut.);
4) воен. жалованье Polyb.
Greek (Liddell-Scott)
μέτρημα: τό, μεμετρημένη ἀπόστασις, Εὐρ. Ἴων 1138. 2) μερίδιον ὡρισμένον δι’ ἕνα ἄνθρωπον, Εὐρ. Ι. Τ. 954· τὸ σιτηρέσιον στρατιώτου, Πολύβ. 6. 38, 3· ὁ μισθὸς στρατιώτου, ὁ αὐτ. 9. 27, 11.
Greek Monolingual
το (Α μέτρημα) μετρώ
η πράξη του μετρώ, μέτρηση, καταμέτρηση («τέλειωσα το μέτρημα τών φύλλων του ντοσιέ»)
νεοελλ.
1. περιουσία ή προίκα σε μετρητά («πήρε πολύ μέτρημα»)
2. υπολογισμός, σχέδιο
3. λογαριασμός
αρχ.
1. δόση, μερίδα
2. σιτηρέσιο στρατιωτών
3. μετρημένη απόσταση
4. μισθός στρατιωτών
5. στον πληθ. τά μετρήματα
οι καταβολές σε είδος.
Greek Monotonic
μέτρημα: -ατος, τό,
1. απόσταση υπολογισμένη με μετρική μονάδα, σε Ευρ.
2. μερίδα, επίδομα, παροχή, στον ίδ.
Middle Liddell
μέτρημα, ατος, τό,
1. a measured distance, Eur.
2. a measure, allowance, dole, Eur. [from μετρέω