μελαμπαγής: Difference between revisions

From LSJ

Ἃ δέ σοι συνεχῶς παρήγγελλον, ταῦτα καὶ πρᾶττε καὶ μελέτα, στοιχεῖα τοῦ καλῶς ζῆν ταῦτ' εἶναι διαλαμβάνων (Epicurus, Letter to Menoeceus 123.2) → Carry on and practice the things I incessantly used to urge you to do, realizing that they are the essentials of a good life.

Source
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
Tags: Mobile edit Mobile web edit
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2")
Line 15: Line 15:
{{bailly
{{bailly
|btext=ής, ές :<br /><b>1</b> qui se fige en noircissant;<br /><b>2</b> noir et dur.<br />'''Étymologie:''' [[μέλας]], [[πήγνυμι]].
|btext=ής, ές :<br /><b>1</b> qui se fige en noircissant;<br /><b>2</b> noir et dur.<br />'''Étymologie:''' [[μέλας]], [[πήγνυμι]].
}}
{{elru
|elrutext='''μελαμπᾱγής:'''<br /><b class="num">1)</b> [[черный и запекшийся]] ([[αἷμα]] Aesch.);<br /><b class="num">2)</b> [[почерневший и твердый]] (sc. [[χαλκός]] Aesch.).
}}
}}
{{ls
{{ls
Line 24: Line 27:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''μελαμπᾱγής:''' -ές ([[πήγνυμι]]), Δωρ. αντί <i>-πηγής</i>, [[μαύρος]] και [[πηχτός]], σε Αισχύλ.· γενικά, [[μαύρος]], στον ίδ.
|lsmtext='''μελαμπᾱγής:''' -ές ([[πήγνυμι]]), Δωρ. αντί <i>-πηγής</i>, [[μαύρος]] και [[πηχτός]], σε Αισχύλ.· γενικά, [[μαύρος]], στον ίδ.
}}
{{elru
|elrutext='''μελαμπᾱγής:'''<br /><b class="num">1)</b> [[черный и запекшийся]] ([[αἷμα]] Aesch.);<br /><b class="num">2)</b> [[почерневший и твердый]] (sc. [[χαλκός]] Aesch.).
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj
|mdlsjtxt=μελαμ-πᾱγής, ές [doric for μελαμπηγής,] [[πήγνυμι]]<br />[[black]] [[clotted]], Aesch.: [[generally]], discoloured, Aesch.
|mdlsjtxt=μελαμ-πᾱγής, ές [doric for μελαμπηγής,] [[πήγνυμι]]<br />[[black]] [[clotted]], Aesch.: [[generally]], discoloured, Aesch.
}}
}}

Revision as of 14:26, 3 October 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: μελαμπᾱγής Medium diacritics: μελαμπαγής Low diacritics: μελαμπαγής Capitals: ΜΕΛΑΜΠΑΓΗΣ
Transliteration A: melampagḗs Transliteration B: melampagēs Transliteration C: melampagis Beta Code: melampagh/s

English (LSJ)

ές, Dor. for -πηγής, black-clotted, αἷμα A.Th.737 (lyr.): generally, black, discoloured, [χαλκὸς] μ. πέλει Id.Ag.392 (lyr.).

German (Pape)

[Seite 118] ές, schwarz geronnen, schwarz und fest, αἷμα φοίνιον Aesch. Spt. 719, τρίβῳ τε καὶ προσβολαῖς πέλει δικαιωθείς Ag. 381.

French (Bailly abrégé)

ής, ές :
1 qui se fige en noircissant;
2 noir et dur.
Étymologie: μέλας, πήγνυμι.

Russian (Dvoretsky)

μελαμπᾱγής:
1) черный и запекшийся (αἷμα Aesch.);
2) почерневший и твердый (sc. χαλκός Aesch.).

Greek (Liddell-Scott)

μελαμπᾱγής: -ές, Δωρ. ἀντὶ -πηγής, πεπηγὼς μέλας, πηκτὸς καὶ μέλας, αἷμα Αἰσχύλ. Θήβ. 737· καθόλου μέλας, ἀμαυρός, χαλκὸς μ. πέλει ὁ αὐτ. ἐν Ἀγ. 392.

Greek Monolingual

μελαμπαγής, -ές (Α)
(δωρ. τ.)
1. (κυρίως για αίμα) μαύρος και πηχτός («καὶ χθονία κόνις πίῃ μελαμπαγὲς αἷμα φοίνιον», Αισχύλ.)
2. (γενικά) μαύρος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μέλας, -ανος + -παγής (< πήγνυμι), πρβλ. γομφοπαγής, δορυπαγής].

Greek Monotonic

μελαμπᾱγής: -ές (πήγνυμι), Δωρ. αντί -πηγής, μαύρος και πηχτός, σε Αισχύλ.· γενικά, μαύρος, στον ίδ.

Middle Liddell

μελαμ-πᾱγής, ές [doric for μελαμπηγής,] πήγνυμι
black clotted, Aesch.: generally, discoloured, Aesch.