μεμπτός: Difference between revisions
πωγωνοτροφία φιλόσοφoν οὐ ποιεῖ → a long beard does not make the philosopher
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1") |
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2") |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{bailly | {{bailly | ||
|btext=ή <i>ou</i> ός, όν :<br /><b>1</b> qui mérite des reproches, blâmable;<br /><b>2</b> qui fait des reproches;<br /><i>Cp.</i> μεμπτότερος.<br />'''Étymologie:''' adj. verb. de [[μέμφομαι]]. | |btext=ή <i>ou</i> ός, όν :<br /><b>1</b> qui mérite des reproches, blâmable;<br /><b>2</b> qui fait des reproches;<br /><i>Cp.</i> μεμπτότερος.<br />'''Étymologie:''' adj. verb. de [[μέμφομαι]]. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''μεμπτός:''' 3, редко Soph.<br /><b class="num">1)</b> [[заслуживающий порицания]], [[неудовлетворительный]] (τὴν ἰδέαν οὐ μ. [[Ion]] ap. Plut.): μ. κατὰ τὸ [[πλῆθος]] Her. численно недостаточный; οὐ μ. [[μισθός]] Plat. немаловажное приобретение; τί δὴ τὸ Νείλου μεμπτόν [[ἐστί]] σοι [[γάνος]]; Eur. чем же, по-твоему, плоха красота Нила?;<br /><b class="num">2)</b> [[порицающий]], [[упрекающий]] (τινι Soph.). | |||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
Line 27: | Line 30: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''μεμπτός:''' -ή, -όν,<br /><b class="num">I.</b> αυτός που πρέπει να κατηγορηθεί, αξιοκατάκριτος, σε Ηρόδ., Ευρ.· συγκρ. <i>μεμπτότερος</i>, σε Θουκ.· οὐ [[μεμπτός]], δεν αξίζει να κατακριθεί, στον ίδ.· επίρρ. [[μεμπτῶς]], σε Πλούτ.<br /><b class="num">II.</b> Ενεργ., αυτός που επιρρίπτει [[κατηγορία]] σε κάποιον, <i>τινι</i>, σε Σοφ.· όπου το [[μεμπτός]] είναι θηλ. αντί <i>-τή</i>. | |lsmtext='''μεμπτός:''' -ή, -όν,<br /><b class="num">I.</b> αυτός που πρέπει να κατηγορηθεί, αξιοκατάκριτος, σε Ηρόδ., Ευρ.· συγκρ. <i>μεμπτότερος</i>, σε Θουκ.· οὐ [[μεμπτός]], δεν αξίζει να κατακριθεί, στον ίδ.· επίρρ. [[μεμπτῶς]], σε Πλούτ.<br /><b class="num">II.</b> Ενεργ., αυτός που επιρρίπτει [[κατηγορία]] σε κάποιον, <i>τινι</i>, σε Σοφ.· όπου το [[μεμπτός]] είναι θηλ. αντί <i>-τή</i>. | ||
}} | }} | ||
{{mdlsj | {{mdlsj |
Revision as of 14:35, 3 October 2022
English (LSJ)
ή, όν, A blameworthy, E.Hel.462, Phld.Oec.p.70 J.: Comp. μεμπτότερος Th.2.61: mostly with a neg., Pi.Fr.220, S.OC1036, Th.3.57, etc.; οὐ μ. not contemptible, Id.6.13, Pl.Tht.187c; in a question, Hdt.7.48. Adv., οὐδὲ τῶν ξένων μεμπτῶς μαχεσαμένων Plu.Cleom.28. II Act., throwing blame upon, τινι S.Tr.446, where μεμπτός is fem.
German (Pape)
[Seite 129] adj. verb. zu μέμφομαι, getadelt, zu tadeln, tadelhaft; Her. 7, 48; Xen. Mem. 3, 5, 3; μισθός, zu verachten, Plat. Theaet. 187 c; aber auch trans., εἴ τι τὠμῷ τ' ἀνδρὶ τῇ νόσῳ ληφθέντι μεμπτός εἰμι, Soph. Trach. 446, = μεμφοίμην. – Adv., Plut. Cleom. 28 οὐ μεμπτῶς ἀγωνίζεσθαι.
French (Bailly abrégé)
ή ou ός, όν :
1 qui mérite des reproches, blâmable;
2 qui fait des reproches;
Cp. μεμπτότερος.
Étymologie: adj. verb. de μέμφομαι.
Russian (Dvoretsky)
μεμπτός: 3, редко Soph.
1) заслуживающий порицания, неудовлетворительный (τὴν ἰδέαν οὐ μ. Ion ap. Plut.): μ. κατὰ τὸ πλῆθος Her. численно недостаточный; οὐ μ. μισθός Plat. немаловажное приобретение; τί δὴ τὸ Νείλου μεμπτόν ἐστί σοι γάνος; Eur. чем же, по-твоему, плоха красота Нила?;
2) порицающий, упрекающий (τινι Soph.).
Greek (Liddell-Scott)
μεμπτός: -ή, -όν, ὃν δύναταί τις νὰ μεφθῇ, ἄξιος μομφῆς, ἀξιόμεμπτος, Ἡρόδ. 7. 48, Εὐρ. Ἑλ. 462· συγκρ. μεμπτότερος, Θουκ. 2. 61· τὸ πλεῖστον μετ’ ἀρνήσ., Πινδ. Ἀποσπ. 241, Σοφ. Ο. Κ. 1036, Θουκ. 3. 57, κτλ.· οὐ μ., οὐχὶ ἄξιος μομφῆς, ὁ αὐτ. 6. 13, Πλάτ. Θεαίτ. 187C· Ἐπίρρ. μεμπτῶς, οὐ μεμπτῶς Πλουτ. Κλεομ. 28. ΙΙ. ἐνεργ., ὁ ἐπιρρίπτων μομφὴν ἐπί τινος, τινι Σοφ. Τρ. 446, ἔνθα τὸ μεμπτὸς εἶναι θηλ. ἀντὶ τοῦ -τή, πρβλ. Pors. εἰς Εὐρ. Ἑκ. 1125.
English (Slater)
μεμπτός contemptible οὔτε τι μεμπτὸν οὔτ' ὦν μεταλλακτόν (sc. τῶν ἐπὶ ταῖς τραπέζαις) fr. 220. 1.
Greek Monolingual
-ή, -ό (ΑM μεμπτός, -ή, -όν) μέμφομαι
άξιος μομφής, αξιοκατάκριτος
αρχ.
1. ευκαταφρόνητος («καίτοι οὐκ ἂν εἴη μεμπτὸς μισθὸς ὁ τοιοῦτος», Πλάτ.)
2. αυτός που επιρρίπτει κατηγορία εναντίον κάποιου («ὥστ' εἴ τι τὠμῷ τἀνδρὶ τῇδε τῇ νόσῳ ληφθέντι μεμπτὸς εἰμί, κάρτα μαίνομαι», Σοφ.).
επίρρ...
μεμπτώς και -ά (Α μεμπτῶς)
με αξιόμεμπτο τρόπο.
Greek Monotonic
μεμπτός: -ή, -όν,
I. αυτός που πρέπει να κατηγορηθεί, αξιοκατάκριτος, σε Ηρόδ., Ευρ.· συγκρ. μεμπτότερος, σε Θουκ.· οὐ μεμπτός, δεν αξίζει να κατακριθεί, στον ίδ.· επίρρ. μεμπτῶς, σε Πλούτ.
II. Ενεργ., αυτός που επιρρίπτει κατηγορία σε κάποιον, τινι, σε Σοφ.· όπου το μεμπτός είναι θηλ. αντί -τή.
Middle Liddell
μεμπτός, ή, όν
I. to be blamed, blameworthy, Hdt., Eur.; comp. μεμπτότερος Thuc.; οὐ μ. not contemptible, Thuc.:—adv. μεμπτῶς Plut.
II. act. throwing blame upon, τινι Soph.; where μεμπτός is fem. for -τή.