νήποινος: Difference between revisions
ἀλλ᾽ ἀμφὶ τοῖς σφαλεῖσι μὴ 'ξ ἑκουσίας ὀργὴ πέπειρα → to those who err in judgment, not in will, anger is gentle | men's wrath is softened toward those who have erred unwittingly
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1") |
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2") |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{bailly | {{bailly | ||
|btext=ος, ον :<br /><b>1</b> impuni ; <i>adv.</i> • νήποινον impunément;<br /><b>2</b> qui ne punit pas, <i>càd</i> non vengé.<br />'''Étymologie:''' νη-, [[ποινή]]. | |btext=ος, ον :<br /><b>1</b> impuni ; <i>adv.</i> • νήποινον impunément;<br /><b>2</b> qui ne punit pas, <i>càd</i> non vengé.<br />'''Étymologie:''' νη-, [[ποινή]]. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''νήποινος:'''<br /><b class="num">1)</b> [[безнаказанный]], [[неотмщенный]]: νήποινοί κεν ὄλοισθε Hom. и вы, пожалуй, погибнете неотмщенными (т. е. ваш убийца останется ненаказанным);<br /><b class="num">2)</b> обездоленный, т. е. лишенный (φυτῶν Pind.). | |||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
Line 30: | Line 33: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''νήποινος:''' -ον (νη-, [[ποινή]])·<br /><b class="num">I.</b> [[ατιμώρητος]], [[ανεκδίκητος]], σε Όμηρ.· ουδ. <i>νήποινον</i> ως επίρρ., σε Ομήρ. Οδ.<br /><b class="num">II.</b> φυτῶν [[νήποινος]], όπως το [[ἄμοιρος]], [[χωρίς]] [[μερίδιο]] σε οπωροφόρα, καρποφόρα δέντρα, σε Πίνδ. | |lsmtext='''νήποινος:''' -ον (νη-, [[ποινή]])·<br /><b class="num">I.</b> [[ατιμώρητος]], [[ανεκδίκητος]], σε Όμηρ.· ουδ. <i>νήποινον</i> ως επίρρ., σε Ομήρ. Οδ.<br /><b class="num">II.</b> φυτῶν [[νήποινος]], όπως το [[ἄμοιρος]], [[χωρίς]] [[μερίδιο]] σε οπωροφόρα, καρποφόρα δέντρα, σε Πίνδ. | ||
}} | }} | ||
{{mdlsj | {{mdlsj | ||
|mdlsjtxt=νή-ποινος, ον, [νη-, [[ποινή]]<br /><b class="num">I.</b> [[unavenged]], Hom.:—neut. νήποινον as adv., Od.<br /><b class="num">II.</b> φυτῶν [[νήποινος]] without [[share]] of [[fruitful]] trees, Pind. | |mdlsjtxt=νή-ποινος, ον, [νη-, [[ποινή]]<br /><b class="num">I.</b> [[unavenged]], Hom.:—neut. νήποινον as adv., Od.<br /><b class="num">II.</b> φυτῶν [[νήποινος]] without [[share]] of [[fruitful]] trees, Pind. | ||
}} | }} |
Revision as of 14:55, 3 October 2022
English (LSJ)
ον, (νη-, ποινή) A unavenged, without compensation, Hom. (only in Od.), νήποινοί κεν ὄλοισθε = may you perish unavenged 1.380, 2.145; ἀλλότριον βίοτον νήποινον ἔδουσιν 1.160; ἀνδρὸς ἑνὸς βίοτον νήποινον ὀλέσθαι ib.377, cf. 18.280; also νήποινα (as adverb) ἀποκτείνειν (v.l. for νηποινεί) X. Hier.3.3. II φυτῶν νάποινος (νη- codd.), like ἄμοιρος, without share of, unblessed with fruitful trees, Pi.P.9.58.
German (Pape)
[Seite 253] ungestraft, straflos; νήποινοι ὄλοισθε, ungerächt, Od. 1, 380; νήποινον adverbial, βίοτον ἔδοντες, 18, 297, vgl. 1, 377; νηποινὰ ἀποκτείνειν, v.l. νηποινεί, Xen. Hier. 3, 3; – νήποινον φυτῶν αἶσαν, Pind. P. 9, 60, fruchttragender Bäume untheilhaft.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
1 impuni ; adv. • νήποινον impunément;
2 qui ne punit pas, càd non vengé.
Étymologie: νη-, ποινή.
Russian (Dvoretsky)
νήποινος:
1) безнаказанный, неотмщенный: νήποινοί κεν ὄλοισθε Hom. и вы, пожалуй, погибнете неотмщенными (т. е. ваш убийца останется ненаказанным);
2) обездоленный, т. е. лишенный (φυτῶν Pind.).
Greek (Liddell-Scott)
νήποινος: -ον, (νη-, ποινὴ) ἀνεκδίκητος, ἀτιμώρητος, Ὅμ. (ἀλλὰ μόνον ἐν τῇ Ὀδ.), νήποινοί κεν ὄλοισθε Α. 380, Β. 145· - ὡς ἐπὶ τὸ πλεῖστον ἐν τῷ οὐδ. νήποινον ὡς ἐπίρρ., ἀλλότριον βίοτον νήποινον ἔδουσιν Α. 160· ἀνδρὸς ἑνὸς βίοτον νήποινον ὀλέσθαι Α. 377, πρβλ. Σ. 280· πρβλ. ἀνάποινος· - οὕτω νήποινα, Ξεν. Ἱέρ. 3, 3 (εἰ μὴ ἀναγνωστέον νηποινεί). ΙΙ. φυτῶν νήποινος, ὡς τὸ ἄμοιρος, ἄμοιρος καρποφόρων δένδρων, Πίνδ. Π. 9. 103.
English (Autenrieth)
(ποινή): without compensation, unavenged; adv., νήποινον, with impunity, Od. 1.160.
English (Slater)
Greek Monolingual
νήποινος, -ον (Α)
1. ατιμώρητος, ανεκδίκητος («νήποινοί κεν ἔπειτα δόμων ἔντοσθεν ὄλοισθε», Ομ. Οδ.)
2. (για φυτά) αυτός που δεν παράγει καρπούς, άκαρπος («χθονὸς αἶσαν... δωρήσεται οὔτε παγκάρπων φυτῶν νήποινον», Πίνδ.)
3. (το ουδ. ως επίρρ.) νήποινον
ατιμώρητα, ατιμωρητί.
[ΕΤΥΜΟΛ. < στερ. πρόθημα νη- + -ποινος (< ποινή), πρβλ. ά-ποινος, ανά-ποινος].
Greek Monotonic
νήποινος: -ον (νη-, ποινή)·
I. ατιμώρητος, ανεκδίκητος, σε Όμηρ.· ουδ. νήποινον ως επίρρ., σε Ομήρ. Οδ.
II. φυτῶν νήποινος, όπως το ἄμοιρος, χωρίς μερίδιο σε οπωροφόρα, καρποφόρα δέντρα, σε Πίνδ.
Middle Liddell
νή-ποινος, ον, [νη-, ποινή
I. unavenged, Hom.:—neut. νήποινον as adv., Od.
II. φυτῶν νήποινος without share of fruitful trees, Pind.