νυμφεῖος: Difference between revisions
οὐ γὰρ αὐθάδης οὐδ' ἐπαχθής ὁ χρηστός, οὐδ' αὐθέκαστος ἐστιν ὁ σώφρων ἀνήρ → the man of value is not arrogant or insufferable, and the wise man is not a smug
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1") |
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2") |
||
Line 12: | Line 12: | ||
{{bailly | {{bailly | ||
|btext=α <i>ou</i> ος, ον :<br />de fiancée, de jeune femme ; τὸ [[νυμφεῖον]] ([[δῶμα]]) chambre nuptiale ; τὰ νυμφεῖα ([[ἱερά]]) cérémonie nuptiale, <i>ou</i> la fiancée, la mariée.<br />'''Étymologie:''' [[νύμφη]]. | |btext=α <i>ou</i> ος, ον :<br />de fiancée, de jeune femme ; τὸ [[νυμφεῖον]] ([[δῶμα]]) chambre nuptiale ; τὰ νυμφεῖα ([[ἱερά]]) cérémonie nuptiale, <i>ou</i> la fiancée, la mariée.<br />'''Étymologie:''' [[νύμφη]]. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''νυμφεῖος:''' и 2 свадебный, брачный (εὐναί Pind., Eur.). | |||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
Line 21: | Line 24: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''νυμφεῖος:''' -α, -ον και -ος, -ον ([[νύμφη]])·<br /><b class="num">I.</b> αυτός που αναφέρεται στη [[νύφη]], [[νυφικός]], [[γαμήλιος]], σε Πίνδ., Ευρ.<br /><b class="num">II.</b> ως ουσ.,<br /><b class="num">1.</b> [[νυμφεῖον]] (ενν. [[δῶμα]]), <i>τό</i>, νυφικό [[δωμάτιο]], σε Σοφ.<br /><b class="num">2.</b> <i>νυμφεῖα</i> (ενν. [[ἱερά]]), <i>τά</i>, γαμήλιες τελετές, [[γάμος]], στον ίδ.<br /><b class="num">3.</b> νυμφεῖα τοῦ [[σαυτοῦ]] τέκνου, η μέλλουσα [[σύζυγος]] του γιου [[σου]], στον ίδ. | |lsmtext='''νυμφεῖος:''' -α, -ον και -ος, -ον ([[νύμφη]])·<br /><b class="num">I.</b> αυτός που αναφέρεται στη [[νύφη]], [[νυφικός]], [[γαμήλιος]], σε Πίνδ., Ευρ.<br /><b class="num">II.</b> ως ουσ.,<br /><b class="num">1.</b> [[νυμφεῖον]] (ενν. [[δῶμα]]), <i>τό</i>, νυφικό [[δωμάτιο]], σε Σοφ.<br /><b class="num">2.</b> <i>νυμφεῖα</i> (ενν. [[ἱερά]]), <i>τά</i>, γαμήλιες τελετές, [[γάμος]], στον ίδ.<br /><b class="num">3.</b> νυμφεῖα τοῦ [[σαυτοῦ]] τέκνου, η μέλλουσα [[σύζυγος]] του γιου [[σου]], στον ίδ. | ||
}} | }} | ||
{{mdlsj | {{mdlsj | ||
|mdlsjtxt=[[νυμφεῖος]], η, ον [[νύμφη]]<br /><b class="num">I.</b> of a [[bride]], [[bridal]], [[nuptial]], Pind., Eur.<br /><b class="num">II.</b> as [[substantive]],<br /><b class="num">1.</b> [[νυμφεῖον]] (sc. δῶμἀ, the bridechamber, Soph.<br /><b class="num">2.</b> νυμφεῖα (sc. [[ἱερά]]), τά, [[nuptial]] rites, [[marriage]], Soph.<br /><b class="num">3.</b> νυμφεῖα τοῦ [[σαυτοῦ]] τέκνου [[thine]] own son's [[bride]], Soph. | |mdlsjtxt=[[νυμφεῖος]], η, ον [[νύμφη]]<br /><b class="num">I.</b> of a [[bride]], [[bridal]], [[nuptial]], Pind., Eur.<br /><b class="num">II.</b> as [[substantive]],<br /><b class="num">1.</b> [[νυμφεῖον]] (sc. δῶμἀ, the bridechamber, Soph.<br /><b class="num">2.</b> νυμφεῖα (sc. [[ἱερά]]), τά, [[nuptial]] rites, [[marriage]], Soph.<br /><b class="num">3.</b> νυμφεῖα τοῦ [[σαυτοῦ]] τέκνου [[thine]] own son's [[bride]], Soph. | ||
}} | }} |
Revision as of 14:55, 3 October 2022
English (LSJ)
α, ον, also ος, ον E.IA131 (lyr.), AP7.188 (Thall.):—A bridal, nuptial, λέχη Simon. 124 B; εὐνά Pi.N.5.30, cf. E. l.c.; παστάς APl.c., cf. Supp.Epigr. 2.874 (Egypt): hence as substantive 1 νυμφεῖον (sc. δῶμα), Ep. νυμφήϊον Call.Del.118: τό:— bridechamber, S.Ant.891, 1205: in plural, Id.Tr.920. 2 νυμφεῖα (sc. ἱερά), Ep. νυμφήϊα Mosch.2.159: τά:— nuptial rites, marriage, S.Tr.7; but 3 νυμφεῖα τοῦ σαυτοῦ τέκνου thine own son's bride, Id.Ant.568.
French (Bailly abrégé)
α ou ος, ον :
de fiancée, de jeune femme ; τὸ νυμφεῖον (δῶμα) chambre nuptiale ; τὰ νυμφεῖα (ἱερά) cérémonie nuptiale, ou la fiancée, la mariée.
Étymologie: νύμφη.
Russian (Dvoretsky)
νυμφεῖος: и 2 свадебный, брачный (εὐναί Pind., Eur.).
Greek (Liddell-Scott)
νυμφεῖος: -α, -ον, ὡσαύτως ος, ον Εὐρ. Ι. Α. 131, Ἀνθ. Π. 7. 188· (νύμφη)· - ἀνήκων εἰς νύμφην, νυμφικός, γαμήλιος, Σιμωνίδ. 125, Πινδ. Ν. 5. 55, Εὐρ. ἔνθ’ ἀνωτέρ., ἐντεῦθεν ὡς οὐσιαστ. 1) νυμφεῖον (ἐξυπ. δῶμα), τὸ, ὁ νυμφικὸς θάλαμος, Σοφ. Ἀντ. 891, 1205· ἐν τῷ πληθ., ὁ αὐτ. Τρ. 920.
2) νυμφεῖα (ἐξυπακουόμ. ἱερά), τά, γαμήλιοι τελεταί, γάμος, αὐτόθι 7· ἀλλά, 3) νυμφεῖα τοῦ σαυτοῦ τέκνου, ἡ νύμφη τοῦ υἱοῦ σου, δηλ. ἣν μέλλει νὰ νυμφευθῇ, ὁ αὐτ. ἐν Ἀντ. 568, πρβλ. Πόρσ. εἰς Εὐρ. Ὀρ. 1051.
Greek Monolingual
νυμφεῑος, -εία, -ον, θηλ. και -ος, επικ. τ. ουδ. νυμφήϊον (Α)
1. νυφικός, γαμήλιος («νυμφεῖα λέχη», Σιμων.)
2. το ουδ. ως ουσ. τὸ νυμφεῖον, επικ. τ. νυμφήϊον
νυφικός θάλαμος
3. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τὰ νυμφεῖα, επικ. τ. νυμφήϊα
α) γαμήλια τελετή, γάμος
β) νυφικός θάλαμος
γ) η νύφη («νυμφεῖα τοῦ σαυτοῦ τέκνου», Σοφ.)
δ) τα πορνεία («νυμφεῖα πρὸς κηλωστὰ καρβάνων», Λυκόφρ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < νύμφη + κατάλ. -εῖος (πρβλ. χαλκ-είος)].
Greek Monotonic
νυμφεῖος: -α, -ον και -ος, -ον (νύμφη)·
I. αυτός που αναφέρεται στη νύφη, νυφικός, γαμήλιος, σε Πίνδ., Ευρ.
II. ως ουσ.,
1. νυμφεῖον (ενν. δῶμα), τό, νυφικό δωμάτιο, σε Σοφ.
2. νυμφεῖα (ενν. ἱερά), τά, γαμήλιες τελετές, γάμος, στον ίδ.
3. νυμφεῖα τοῦ σαυτοῦ τέκνου, η μέλλουσα σύζυγος του γιου σου, στον ίδ.
Middle Liddell
νυμφεῖος, η, ον νύμφη
I. of a bride, bridal, nuptial, Pind., Eur.
II. as substantive,
1. νυμφεῖον (sc. δῶμἀ, the bridechamber, Soph.
2. νυμφεῖα (sc. ἱερά), τά, nuptial rites, marriage, Soph.
3. νυμφεῖα τοῦ σαυτοῦ τέκνου thine own son's bride, Soph.