προσαποδίδωμι: Difference between revisions

From LSJ

ἰχθύς ἐκ τῆς κεφαλῆς ὄζειν ἄρχεται → the fish stinks from the head, a fish rots from the head down, the fish rots from the head down, fish begin to stink at the head, the fish stinks first at the head, corruption starts at the top, the rot starts at the top

Source
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2")
Line 15: Line 15:
{{bailly
{{bailly
|btext=<i>f.</i> προσαποδώσω, <i>ao.</i> προσαπέδωκα, <i>etc.</i><br /><b>1</b> rendre <i>ou</i> acquitter en outre;<br /><b>2</b> ajouter comme complément : [[τί]] τινι une ch. à une autre.<br />'''Étymologie:''' [[πρός]], [[ἀποδίδωμι]].
|btext=<i>f.</i> προσαποδώσω, <i>ao.</i> προσαπέδωκα, <i>etc.</i><br /><b>1</b> rendre <i>ou</i> acquitter en outre;<br /><b>2</b> ajouter comme complément : [[τί]] τινι une ch. à une autre.<br />'''Étymologie:''' [[πρός]], [[ἀποδίδωμι]].
}}
{{elru
|elrutext='''προσαποδίδωμι:'''<br /><b class="num">1)</b> [[сверх того отдавать]], [[уплачивать]] Dem.;<br /><b class="num">2)</b> [[добавлять]] (οὐδὲν [[παρά]] τι Arst.; τὰ λειπόμενα τῷ λόγῳ Plut.);<br /><b class="num">3)</b> [[приписывать]] (τὴν αἰσχύνην καὶ βλάβην τινί Plut.);<br /><b class="num">4)</b> med. [[продавать]] (τι Diod.).
}}
}}
{{ls
{{ls
Line 24: Line 27:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''προσαποδίδωμι:''' μέλ. -[[δώσω]],<br /><b class="num">I.</b> [[πληρώνω]] ως [[παραπάνω]] [[οφειλή]], σε Δημ.<br /><b class="num">II.</b> προσθέτω [[κάτι]] ως [[συμπλήρωμα]], σε Στράβ.
|lsmtext='''προσαποδίδωμι:''' μέλ. -[[δώσω]],<br /><b class="num">I.</b> [[πληρώνω]] ως [[παραπάνω]] [[οφειλή]], σε Δημ.<br /><b class="num">II.</b> προσθέτω [[κάτι]] ως [[συμπλήρωμα]], σε Στράβ.
}}
{{elru
|elrutext='''προσαποδίδωμι:'''<br /><b class="num">1)</b> [[сверх того отдавать]], [[уплачивать]] Dem.;<br /><b class="num">2)</b> [[добавлять]] (οὐδὲν [[παρά]] τι Arst.; τὰ λειπόμενα τῷ λόγῳ Plut.);<br /><b class="num">3)</b> [[приписывать]] (τὴν αἰσχύνην καὶ βλάβην τινί Plut.);<br /><b class="num">4)</b> med. [[продавать]] (τι Diod.).
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj
|mdlsjtxt=fut. -[[δώσω]]<br /><b class="num">I.</b> to pay as a [[debt]] [[besides]], Dem.<br /><b class="num">II.</b> to add by way of completing, Strab.
|mdlsjtxt=fut. -[[δώσω]]<br /><b class="num">I.</b> to pay as a [[debt]] [[besides]], Dem.<br /><b class="num">II.</b> to add by way of completing, Strab.
}}
}}

Revision as of 15:30, 3 October 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: προσαποδίδωμι Medium diacritics: προσαποδίδωμι Low diacritics: προσαποδίδωμι Capitals: ΠΡΟΣΑΠΟΔΙΔΩΜΙ
Transliteration A: prosapodídōmi Transliteration B: prosapodidōmi Transliteration C: prosapodidomi Beta Code: prosapodi/dwmi

English (LSJ)

A pay as a debt besides, ἀργύριον Hyp.Eux.17, cf. IG12.374.104,265, D.41.27 (Pass.); ἂν… δέῃ κέρματ' ἀποδοῦναι, προσαπέδωκεν Ἀττικά Diph.66.13: metaph., π. αἰσχύνην τοῖς ἐργασαμένοις Plu.2.20b. 2 Med., sell besides, Plb.31.22.4. II add by way of completing, ἐκεῖνο τοῖς εἰρημένοις D.H.Dem.54; αἰτίας, ἀποδείξεις, Ph.1.457,358; τὰ λειπόμενα τῷ λόγῳ π. Plu.2.1100e, cf. Str.12.4.10, J.Ap.1.35; state further, Thphr. CP6.7.2, Demetr. Lac. Herc. 1055.13; add to a remedy, Dsc.1.30, 2.76.9; finish off a bandage, Gal.18(1).771,796, al.

German (Pape)

[Seite 751] noch dazu wiedergeben oder als Schuld abtragen, Dem. 41, 27, im pass., u. Sp.

French (Bailly abrégé)

f. προσαποδώσω, ao. προσαπέδωκα, etc.
1 rendre ou acquitter en outre;
2 ajouter comme complément : τί τινι une ch. à une autre.
Étymologie: πρός, ἀποδίδωμι.

Russian (Dvoretsky)

προσαποδίδωμι:
1) сверх того отдавать, уплачивать Dem.;
2) добавлять (οὐδὲν παρά τι Arst.; τὰ λειπόμενα τῷ λόγῳ Plut.);
3) приписывать (τὴν αἰσχύνην καὶ βλάβην τινί Plut.);
4) med. продавать (τι Diod.).

Greek (Liddell-Scott)

προσαποδίδωμι: πληρώνω ὡς ὀφειλὴν προσέτι, Ὑπερείδης ὑπὲρ Εὐξενίππου, ΙΙΙ, 17, Blass, Δημ. 1036. 13· ἂν δ’ αὐτὸν δέῃ κέρματ’ ἀποδοῦναι, προσαπέδωκεν Ἀττικὰ Δίφιλος ἐν «Πολυπράγμονι» 1. 13· μεταφορ., π. αἰσχύνην τινὶ Πλούτ. 2. 20Β. ― Μέσ., πωλῶ προσέτι, τι Διοδ. Ἐκλογ. 585. 9. ΙΙ. προσθέτω τι εἴς τι ὡς συμπλήρωμα, ἐκεῖνο τοῖς εἰρημένοις Διον. Ἁλ. π. Δημ. 54· τὰ λειπόμενα τῷ λόγῳ πρ. Πλούτ. 2. 1100Ε, πρβλ. Στράβ. 566.

Greek Monolingual

Α ἀποδίδωμι
1. καταβάλλω κάτι ακόμη για να εξοφλήσω ένα χρέος
2. προσθέτω κάτι ως συμπλήρωμα σε κάτι άλλο
3. προσθέτω σε φάρμακο
4. βεβαιώνω ακόμη περισσότερο
5. (σχετικά με επίδεσμο) αποπερατώνω, αποτελειώνω
6. μέσ. προσαποδίδομαι
πουλώ κάτι ακόμη.

Greek Monotonic

προσαποδίδωμι: μέλ. -δώσω,
I. πληρώνω ως παραπάνω οφειλή, σε Δημ.
II. προσθέτω κάτι ως συμπλήρωμα, σε Στράβ.

Middle Liddell

fut. -δώσω
I. to pay as a debt besides, Dem.
II. to add by way of completing, Strab.