συνδιαπράσσω: Difference between revisions

From LSJ

Οὐ γὰρ ἀργίας ὤνιονὑγίεια καὶ ἀπραξίας, ἅ γε δὴ μέγιστα κακῶν ταῖς νόσοις πρόσεστι, καὶ οὐδὲν διαφέρει τοῦ τὰ ὄμματα τῷ μὴ διαβλέπειν καὶ τὴν φωνὴν τῷ μὴ φθέγγεσθαι φυλάττοντος ὁ τὴν ὑγίειαν ἀχρηστίᾳ καὶ ἡσυχίᾳ σῴζειν οἰόμενος → For health is not to be purchased by idleness and inactivity, which are the greatest evils attendant on sickness, and the man who thinks to conserve his health by uselessness and ease does not differ from him who guards his eyes by not seeing, and his voice by not speaking

Plutarch, Advice about Keeping Well, section 24
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2")
Line 15: Line 15:
{{bailly
{{bailly
|btext=mener à terme :<br /><b>1</b> exercer (une charge, un pouvoir, <i>etc.</i>) avec, τινι;<br /><b>2</b> accomplir avec;<br /><i><b>Moy.</b></i> συνδιαπράσσομαι négocier avec.<br />'''Étymologie:''' [[σύν]], [[διαπράσσω]].
|btext=mener à terme :<br /><b>1</b> exercer (une charge, un pouvoir, <i>etc.</i>) avec, τινι;<br /><b>2</b> accomplir avec;<br /><i><b>Moy.</b></i> συνδιαπράσσομαι négocier avec.<br />'''Étymologie:''' [[σύν]], [[διαπράσσω]].
}}
{{elru
|elrutext='''συνδιαπράσσω:''' атт. [[συνδιαπράττω]]<br /><b class="num">1)</b> [[вместе делать]], [[совместно совершать]]: τὰ [[μέγιστα]] συνδιαπρᾶξαι Isocr. помочь совершить самое главное;<br /><b class="num">2)</b> [[вместе устраивать]] (τὰ νεκρικά Luc.);<br /><b class="num">3)</b> med. [[содействовать заключению договора]], [[договариваться]] ([[ὑπέρ]] τινος Xen.).
}}
}}
{{ls
{{ls
Line 24: Line 27:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''συνδιαπράσσω:''' Αττ. -ττω, μέλ. <i>-ξω</i>,<br /><b class="num">I.</b> [[κατορθώνω]], [[εκτελώ]], [[διεκπεραιώνω]] ένα [[έργο]] μαζί με ή [[επιπλέον]], σε Ισοκρ., Λουκ. κ.λπ.<br /><b class="num">II.</b> Μέσ., [[διαπραγματεύομαι]] συγχρόνως, σε Ξεν.
|lsmtext='''συνδιαπράσσω:''' Αττ. -ττω, μέλ. <i>-ξω</i>,<br /><b class="num">I.</b> [[κατορθώνω]], [[εκτελώ]], [[διεκπεραιώνω]] ένα [[έργο]] μαζί με ή [[επιπλέον]], σε Ισοκρ., Λουκ. κ.λπ.<br /><b class="num">II.</b> Μέσ., [[διαπραγματεύομαι]] συγχρόνως, σε Ξεν.
}}
{{elru
|elrutext='''συνδιαπράσσω:''' атт. [[συνδιαπράττω]]<br /><b class="num">1)</b> [[вместе делать]], [[совместно совершать]]: τὰ [[μέγιστα]] συνδιαπρᾶξαι Isocr. помочь совершить самое главное;<br /><b class="num">2)</b> [[вместе устраивать]] (τὰ νεκρικά Luc.);<br /><b class="num">3)</b> med. [[содействовать заключению договора]], [[договариваться]] ([[ὑπέρ]] τινος Xen.).
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj
|mdlsjtxt=[[attic]] -ττω fut. ξω<br /><b class="num">I.</b> to [[accomplish]] [[together]], or [[besides]], Isocr., Luc., etc.<br /><b class="num">II.</b> Mid. to [[negotiate]] at the [[same]] [[time]], Xen.
|mdlsjtxt=[[attic]] -ττω fut. ξω<br /><b class="num">I.</b> to [[accomplish]] [[together]], or [[besides]], Isocr., Luc., etc.<br /><b class="num">II.</b> Mid. to [[negotiate]] at the [[same]] [[time]], Xen.
}}
}}

Revision as of 15:50, 3 October 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: συνδιαπράσσω Medium diacritics: συνδιαπράσσω Low diacritics: συνδιαπράσσω Capitals: ΣΥΝΔΙΑΠΡΑΣΣΩ
Transliteration A: syndiaprássō Transliteration B: syndiaprassō Transliteration C: syndiaprasso Beta Code: sundiapra/ssw

English (LSJ)

Att. συνδιαπράττω, A accomplish together or besides, Isoc.4.38, Luc.DDeor.24.1, etc. II Med., negotiate at the same time, ὑπὲρ τῶν Κόλχων X.An.4.8.24.

German (Pape)

[Seite 1007] att. -ττω, mit od. zugleich bewirken, durchsetzen, Isocr. 4, 38 u. Sp., wie Luc. D. D. 24, 1 bis accus. 2 u. Plut. – Med. mit Einem verhandeln, um Etwas durchzusetzen, ὑπέρ τινος, Xen. An. 4, 8, 24.

French (Bailly abrégé)

mener à terme :
1 exercer (une charge, un pouvoir, etc.) avec, τινι;
2 accomplir avec;
Moy. συνδιαπράσσομαι négocier avec.
Étymologie: σύν, διαπράσσω.

Russian (Dvoretsky)

συνδιαπράσσω: атт. συνδιαπράττω
1) вместе делать, совместно совершать: τὰ μέγιστα συνδιαπρᾶξαι Isocr. помочь совершить самое главное;
2) вместе устраивать (τὰ νεκρικά Luc.);
3) med. содействовать заключению договора, договариваться (ὑπέρ τινος Xen.).

Greek (Liddell-Scott)

συνδιαπράσσω: Ἀττικ. -ττω, διαπράσσω ὁμοῦ, Ἰσοκρ. 48Α, Λουκ. Θεῶν Διάλ. 24. 1, κλπ. ΙΙ. Μέσ., διαπραγματεύομαι συγχρόνως, ὑπέρ τινος Ξεν. Ἀν. 4. 8. 24.

Greek Monolingual

και αττ. τ. συνδιαπράττω Α διαπράττω / διαπράσσω]]
1. διαπράττω κάτι από κοινού με άλλον ή αποπερατώνω κάτι ακόμη
2. διευθύνω, διοικώ από κοινού με άλλον
3. μέσ. συνδιαπράσσομαι
διαπραγματεύομαι ταυτόχρονα με άλλον.

Greek Monotonic

συνδιαπράσσω: Αττ. -ττω, μέλ. -ξω,
I. κατορθώνω, εκτελώ, διεκπεραιώνω ένα έργο μαζί με ή επιπλέον, σε Ισοκρ., Λουκ. κ.λπ.
II. Μέσ., διαπραγματεύομαι συγχρόνως, σε Ξεν.

Middle Liddell

attic -ττω fut. ξω
I. to accomplish together, or besides, Isocr., Luc., etc.
II. Mid. to negotiate at the same time, Xen.