τάραγμα: Difference between revisions
τούτων γάρ ὄνομα μόνον κοινόν, ὁ δέ κατά τοὔνομα λόγος τῆς οὐσίας ἕτερος → though they have a common name, the definition corresponding with the name differs for each (Aristotle, Categoriae 1a3-4)
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1") |
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2") |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{bailly | {{bailly | ||
|btext=ατος (τό) :<br />trouble.<br />'''Étymologie:''' [[ταράσσω]]. | |btext=ατος (τό) :<br />trouble.<br />'''Étymologie:''' [[ταράσσω]]. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''τάραγμα:''' ατος (τᾰ) τό<br /><b class="num">1)</b> [[смятение]], [[замешательство]], [[смута]] (φρενῶν Eur.);<br /><b class="num">2)</b> [[крушение]], [[крах]], [[обвал]] (μελάθρων Eur.). | |||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
Line 24: | Line 27: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''τάραγμα:''' [ᾰ], -ατος, τό ([[ταράσσω]]), [[ανησυχία]], σε Ευρ. | |lsmtext='''τάραγμα:''' [ᾰ], -ατος, τό ([[ταράσσω]]), [[ανησυχία]], σε Ευρ. | ||
}} | }} | ||
{{WoodhouseReversedUncategorized | {{WoodhouseReversedUncategorized | ||
|woodrun=[[agitation]], [[alarm]], [[confusion]], [[disorder]], [[distress]], [[disturbance]], [[noise]], [[perturbation]], [[mental agitation]] | |woodrun=[[agitation]], [[alarm]], [[confusion]], [[disorder]], [[distress]], [[disturbance]], [[noise]], [[perturbation]], [[mental agitation]] | ||
}} | }} |
Revision as of 15:55, 3 October 2022
English (LSJ)
[τᾰ], ατος, τό, disquietude, ἐν φρενῶν τ. πέπτωκα E.HF 1091, cf. 907 (lyr.); τ. δαιμόνιον D.H.8.52; πάθη καὶ ταράγματα Demetr.Lac.Herc.1012.27.
German (Pape)
[Seite 1069] τό, Unruhe, Verwirrung, ἐν φρενῶν ταράγματι πέπτωκα δεινῷ Eur. Herc. Fur. 1091.
French (Bailly abrégé)
ατος (τό) :
trouble.
Étymologie: ταράσσω.
Russian (Dvoretsky)
τάραγμα: ατος (τᾰ) τό
1) смятение, замешательство, смута (φρενῶν Eur.);
2) крушение, крах, обвал (μελάθρων Eur.).
Greek (Liddell-Scott)
τάραγμα: [ᾰ], τό, = τῷ ἑπομ., ὡς δ’ ἐν κλύδωνι καὶ φρενῶν ταράγματι πέπτωκα δεινῷ Εὐρ. Ἡρ. Μαιν. 1091, πρβλ. 907.
Greek Monolingual
το, ΝΑ, και τάραμα Ν ταράσσω
η ενέργεια και το αποτέλεσμα του ταράζω, ψυχική αναστάτωση, ταραχή (α. «όταν άκουσε τα νέα μου τον έπιασε τάραγμα» β. «ἐν κλύδωνι καὶ φρενῶν ταράγματι πέπτωκα δεινῷ», Ευρ.)
νεοελλ.
1. ανακίνηση, ανακάτεμα
2. τράνταγμα
3. ιατρ. α) επιληψία
β) (για πυρετό) προσβολή που συνοδεύεται από ρίγη.
Greek Monotonic
τάραγμα: [ᾰ], -ατος, τό (ταράσσω), ανησυχία, σε Ευρ.
English (Woodhouse)
agitation, alarm, confusion, disorder, distress, disturbance, noise, perturbation, mental agitation