τετρεμαίνω: Difference between revisions
Τί ἐστι θάνατος; Αἰώνιος ὕπνος, ἀνάλυσις σώματος, ταλαιπωρούντων ἐπιθυμία, πνεύματος ἀπόστασις, πλουσίων φόβος, πενήτων ἐπιθυμία, λύσις μελῶν, φυγὴ καὶ ἀπόκτησις βίου, ὕπνου πατήρ, ἀληθινὴ προθεσμία, ἀπόλυσις πάντων. → What is Death? Everlasting sleep, the dissolution of the body, the desire of those who suffer, the departure of the spirit, the fear of rich men, the desire of paupers, the undoing of the limbs, flight from life and the loss of its possession, the father of sleep, an appointed day sure to be met, the breakup of all things.
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1") |
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2") |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{bailly | {{bailly | ||
|btext=trembler, frissonner.<br />'''Étymologie:''' [[τρέμω]]. | |btext=trembler, frissonner.<br />'''Étymologie:''' [[τρέμω]]. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''τετρεμαίνω:''' [[дрожать]], [[трепетать]] Arph. | |||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
Line 24: | Line 27: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''τετρεμαίνω:''' αναδιπλ. [[τύπος]] του [[τρέμω]], σε Αριστοφ. | |lsmtext='''τετρεμαίνω:''' αναδιπλ. [[τύπος]] του [[τρέμω]], σε Αριστοφ. | ||
}} | }} | ||
{{mdlsj | {{mdlsj | ||
|mdlsjtxt=[[τετρεμαίνω]], [redupl. [[form]] of [[τρέμω]], Ar.] | |mdlsjtxt=[[τετρεμαίνω]], [redupl. [[form]] of [[τρέμω]], Ar.] | ||
}} | }} |
Revision as of 16:10, 3 October 2022
English (LSJ)
redupl. form of τρέμω, τετρεμαίνειν Ἀττικῶς, τρέμειν Ἑλληνικῶς Moer.p.365 P.; cf. τετραμαίνω.
German (Pape)
[Seite 1100] aus τρέω gebildet, nur im praes. vorkommende verstärkte Form, zittern; Ar. Nubb. 294. 373; Xenarch. bei Ath. XI, 483 a.
French (Bailly abrégé)
trembler, frissonner.
Étymologie: τρέμω.
Russian (Dvoretsky)
τετρεμαίνω: дрожать, трепетать Arph.
Greek (Liddell-Scott)
τετρεμαίνω: κατ’ ἀναδιπλασιασμὸν τύπος τοῦ τρέμω, ἐν χρήσει μόνον κατ’ ἐνεστ. καὶ παρατ., Ἱππ. 663F, Ἀριστοφ. Νεφ. 294, 374· ἀεὶ δὲ τετρεμαίνοντα καὶ φοβούμενον Ξέναρχος ἐν «Πεντάθλῳ» 1. 19.
Greek Monolingual
ΜΑ
καταλαμβάνομαι από τρόμο («οὔτως αὐτὰς τετρεμαίνω καὶ πεφόβημαι», Αριστοφ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. Άλλος τ. του τετραμαίνω κατ' επίδραση του τρέμω.
Greek Monotonic
τετρεμαίνω: αναδιπλ. τύπος του τρέμω, σε Αριστοφ.
Middle Liddell
τετρεμαίνω, [redupl. form of τρέμω, Ar.]