φθινοπωρινός: Difference between revisions
ὑπὸ δὲ τῆς φιλαυτίας παρηγμένοι ἄλογα φασὶν τὰ ζῷα ἐφεξῆς τὰ ἄλλα σύμπαντα → it is self-love which leads them to say that all the other animals without exception are non-rational
m (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3") |
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2") |
||
Line 12: | Line 12: | ||
{{pape | {{pape | ||
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-1271.png Seite 1271]] aus dem Herbste, vom Herbste, herbstlich; Arist. H. A. 5, 11; φθινοπωρινὴ [[ἰσημερία]] Pol. 4, 37, 2. | |ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-1271.png Seite 1271]] aus dem Herbste, vom Herbste, herbstlich; Arist. H. A. 5, 11; φθινοπωρινὴ [[ἰσημερία]] Pol. 4, 37, 2. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''φθῐνοπωρῐνός:''' [[осенний]] ([[ἰσημερία]] Arst., Polyb.; ὄμβροι Plut.). | |||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
Line 24: | Line 27: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=-ή, -ό / [[φθινοπωρινός]], -ή, -όν, ΝΑ [[φθινόπωρον]]<br /><b>1.</b> αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στο [[φθινόπωρο]]<br /><b>2.</b> αυτός που υπάρχει ή γίνεται [[κατά]] την [[παραπάνω]] [[εποχή]] (α. «φθινοπωρινά φρούτα» β. «[[ἰσημερία]] ἡ φθινοπωρινή», <b>Αριστοτ.</b>)<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> αυτός που χρησιμοποιείται το [[φθινόπωρο]] («φθινοπωρινά ρούχα»)<br /><b>2.</b> αυτός που προκαλείται από το [[φθινόπωρο]] («φθινοπωρινή [[κατάθλιψη]]»)<br /><b>3.</b> <b>φρ.</b> «φθινοπωρινό [[σημείο]]»<br /><b>αστρον.</b> το ένα από τα δύο [[σημεία]] τομής του ισημερινού επιπέδου και του επιπέδου της εκλειπτικής που αντιστοιχεί στη [[μετάβαση]] του Ηλίου [[κατά]] τη [[διάρκεια]] της φαινομένης κίνησής του, από το βόρειο στο νότιο [[ημισφαίριο]] του ουρανού. | |mltxt=-ή, -ό / [[φθινοπωρινός]], -ή, -όν, ΝΑ [[φθινόπωρον]]<br /><b>1.</b> αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στο [[φθινόπωρο]]<br /><b>2.</b> αυτός που υπάρχει ή γίνεται [[κατά]] την [[παραπάνω]] [[εποχή]] (α. «φθινοπωρινά φρούτα» β. «[[ἰσημερία]] ἡ φθινοπωρινή», <b>Αριστοτ.</b>)<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> αυτός που χρησιμοποιείται το [[φθινόπωρο]] («φθινοπωρινά ρούχα»)<br /><b>2.</b> αυτός που προκαλείται από το [[φθινόπωρο]] («φθινοπωρινή [[κατάθλιψη]]»)<br /><b>3.</b> <b>φρ.</b> «φθινοπωρινό [[σημείο]]»<br /><b>αστρον.</b> το ένα από τα δύο [[σημεία]] τομής του ισημερινού επιπέδου και του επιπέδου της εκλειπτικής που αντιστοιχεί στη [[μετάβαση]] του Ηλίου [[κατά]] τη [[διάρκεια]] της φαινομένης κίνησής του, από το βόρειο στο νότιο [[ημισφαίριο]] του ουρανού. | ||
}} | }} | ||
{{Chinese | {{Chinese | ||
|sngr='''原文音譯''':fqinopwrinÒj 弗汀-哦普-哦里挪士<br />'''詞類次數''':形容詞(1)<br />'''原文字根''':衰微-(晚上)-時間<br />'''字義溯源''':秋天的,深秋;由([[φθινοπωρινός]])X*=減少)與([[ὀπώρα]])=季節將盡)組成,而 ([[ὀπώρα]])又由([[ὀψέ]])=日暮)與([[ὥρα]])*=時辰)組成,其中 ([[ὀψέ]])出自([[ὀπίσω]] / [[τοὐπισω]])=到後面), ([[ὀπίσω]] / [[τοὐπισω]])出自([[ὄπισθεν]])=後頭),而 ([[ὄπισθεν]])出自([[ὀπτάνομαι]])*=注視)<br />'''出現次數''':總共(1);猶(1)<br />'''譯字彙編''':<br />1) 秋天(1) 猶1:12 | |sngr='''原文音譯''':fqinopwrinÒj 弗汀-哦普-哦里挪士<br />'''詞類次數''':形容詞(1)<br />'''原文字根''':衰微-(晚上)-時間<br />'''字義溯源''':秋天的,深秋;由([[φθινοπωρινός]])X*=減少)與([[ὀπώρα]])=季節將盡)組成,而 ([[ὀπώρα]])又由([[ὀψέ]])=日暮)與([[ὥρα]])*=時辰)組成,其中 ([[ὀψέ]])出自([[ὀπίσω]] / [[τοὐπισω]])=到後面), ([[ὀπίσω]] / [[τοὐπισω]])出自([[ὄπισθεν]])=後頭),而 ([[ὄπισθεν]])出自([[ὀπτάνομαι]])*=注視)<br />'''出現次數''':總共(1);猶(1)<br />'''譯字彙編''':<br />1) 秋天(1) 猶1:12 | ||
}} | }} |
Revision as of 16:35, 3 October 2022
English (LSJ)
ή, όν, autumnal, Hp.Aph.2.25, Plu.2.735b, Gal.6.443; ἰσημερία ἡ φ. Arist.HA543b9, PHib.1.27.170 (iii B. C., without ἡ), Plb.4.37.2.
German (Pape)
[Seite 1271] aus dem Herbste, vom Herbste, herbstlich; Arist. H. A. 5, 11; φθινοπωρινὴ ἰσημερία Pol. 4, 37, 2.
Russian (Dvoretsky)
φθῐνοπωρῐνός: осенний (ἰσημερία Arst., Polyb.; ὄμβροι Plut.).
Greek (Liddell-Scott)
φθῐνοπωρῐνός: -ή, -όν, ὁ εἰς τὸ φθινόπωρον ἀνήκων, κατὰ τὸ φθινόπωρον γινόμενος, Ἱππ. Ἀφορ. 1245, Ἀριστ. Ἀποσπ. 232· ἰσημερία ἡ φθ. ὁ αὐτ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 5. 12, 3, Πολύβ. 4. 37, 2.
English (Strong)
from derivative of phthino (to wane; akin to the base of φθείρω) and ὀπώρα (meaning late autumn); autumnal (as stripped of leaves): whose fruit withereth.
English (Thayer)
φθινοπωρινη, φθινοπωρινον, (φθινόπωρον, late autumn; from φθίνω to wane, waste away, and ὀπώρα autumn), autumnal (Polybius 4,37, 2; Aristotle, h. a. 5,11; (Strabo), Plutarch): δένδρα φθινοπωρινά autumn trees, i. e. trees such as they are at the close of autumn, dry, leafless and without fruit, hence, ἄκαρπα is added; used of unfruitful, worthless men, Lightfoot A Fresh Revision etc., p. 134 f).
Greek Monolingual
-ή, -ό / φθινοπωρινός, -ή, -όν, ΝΑ φθινόπωρον
1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στο φθινόπωρο
2. αυτός που υπάρχει ή γίνεται κατά την παραπάνω εποχή (α. «φθινοπωρινά φρούτα» β. «ἰσημερία ἡ φθινοπωρινή», Αριστοτ.)
νεοελλ.
1. αυτός που χρησιμοποιείται το φθινόπωρο («φθινοπωρινά ρούχα»)
2. αυτός που προκαλείται από το φθινόπωρο («φθινοπωρινή κατάθλιψη»)
3. φρ. «φθινοπωρινό σημείο»
αστρον. το ένα από τα δύο σημεία τομής του ισημερινού επιπέδου και του επιπέδου της εκλειπτικής που αντιστοιχεί στη μετάβαση του Ηλίου κατά τη διάρκεια της φαινομένης κίνησής του, από το βόρειο στο νότιο ημισφαίριο του ουρανού.
Chinese
原文音譯:fqinopwrinÒj 弗汀-哦普-哦里挪士
詞類次數:形容詞(1)
原文字根:衰微-(晚上)-時間
字義溯源:秋天的,深秋;由(φθινοπωρινός)X*=減少)與(ὀπώρα)=季節將盡)組成,而 (ὀπώρα)又由(ὀψέ)=日暮)與(ὥρα)*=時辰)組成,其中 (ὀψέ)出自(ὀπίσω / τοὐπισω)=到後面), (ὀπίσω / τοὐπισω)出自(ὄπισθεν)=後頭),而 (ὄπισθεν)出自(ὀπτάνομαι)*=注視)
出現次數:總共(1);猶(1)
譯字彙編:
1) 秋天(1) 猶1:12