φρούριον: Difference between revisions
Βίου δικαίου γίγνεται τέλος καλόν → Vitae colentis aequa, pulcher exitus → Ein Leben, das gerecht verläuft, das endet schön
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1") |
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2") Tags: Mobile edit Mobile web edit |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{bailly | {{bailly | ||
|btext=ου (τό) :<br /><b>1</b> poste gardé, <i>particul.</i> citadelle, château fort;<br /><b>2</b> garde qui veille sur un poste.<br />'''Étymologie:''' [[φρουρός]]. | |btext=ου (τό) :<br /><b>1</b> poste gardé, <i>particul.</i> citadelle, château fort;<br /><b>2</b> garde qui veille sur un poste.<br />'''Étymologie:''' [[φρουρός]]. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''φρούριον:''' τό<br /><b class="num">1)</b> [[сторожевой пост]], [[форт]] Aesch., Thuc., Lys., Xen., Men. etc.;<br /><b class="num">2)</b> [[стража]], [[охрана]] Aesch., Eur., Thuc. etc.;<br /><b class="num">3)</b> [[тюрьма]] Plat. | |||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
Line 21: | Line 24: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''φρούριον:''' τό ([[φρουρός]])·<br /><b class="num">I.</b> [[παρατηρητήριο]], οχυρωμένος [[τόπος]], [[κάστρο]], σε Αισχύλ., Θουκ. κ.λπ.<br /><b class="num">II.</b> [[φρούριο]], οχυρό, λέγεται για [[τόπο]], σε Αισχύλ., Θουκ. | |lsmtext='''φρούριον:''' τό ([[φρουρός]])·<br /><b class="num">I.</b> [[παρατηρητήριο]], οχυρωμένος [[τόπος]], [[κάστρο]], σε Αισχύλ., Θουκ. κ.λπ.<br /><b class="num">II.</b> [[φρούριο]], οχυρό, λέγεται για [[τόπο]], σε Αισχύλ., Θουκ. | ||
}} | }} | ||
{{mdlsj | {{mdlsj |
Revision as of 16:43, 3 October 2022
English (LSJ)
Dor. φρώριον Inscr.Cret.1 xvi 17.15 (Lato, ii B. C.), τό, A fort, citadel, A.Eu.919 (lyr.), IG12.93.17, etc.; ἀντὶ τοῦ πόλις εἶναι φρούριον κατέστη Th.7.28: esp. hill-fort, as distinguished from a fortified town, Id.2.18, 3.18,51, Lys.12.40, X.Cyr.1.4.16, etc.; βίον ὡς οἰκτρὸν ἐξαντλοῦσιν οἱ τὰ φρούρια τηροῦντες Men.74; τὰ φρούρια καὶ τὰ ὅρια τῆς Ἀττικῆς IG22.1028.22. 2 prison, of the body, Pl.Ax.366a. II garrison, of a place, A.Pr.801 (where Sch. also expl. by thing to be guarded against); φυλασσόμεσθα φρουρίοισι E.Or.760 (troch.); πόλεως φρούριον, of the Areopagites, A.Eu.949 (anap.).
German (Pape)
[Seite 1310] τό (kein dim., wie auch der Accent zeigt), 1) Wachposten, fester Platz, Burg od. Schloß mit Besatzung, Festung; Aesch. Eum. 879; Eur. Or. 758; Thuc. 2, 18, oft; τὰ περὶ τὴν Ἀττικὴν φρούρια καθεῖλον Lys. 12, 40; Plat. Rep. VIII, 561 b; Xen. Cyr. 1, 4,16 u. A., u. Sp., ψυχῆς Polemo 1 (XI, 38); Gefängniß, Plat. Ax. 365 e. – 2) die Besatzung, Aesch. Prom. 803 Eum. 909.
French (Bailly abrégé)
ου (τό) :
1 poste gardé, particul. citadelle, château fort;
2 garde qui veille sur un poste.
Étymologie: φρουρός.
Russian (Dvoretsky)
φρούριον: τό
1) сторожевой пост, форт Aesch., Thuc., Lys., Xen., Men. etc.;
2) стража, охрана Aesch., Eur., Thuc. etc.;
3) тюрьма Plat.
Greek (Liddell-Scott)
φρούριον: τό, (φρουρὸς) ὡς καὶ νῦν, τόπος φυλαττόμενος ὑπὸ φρουρᾶς, ὀχυρὸς ἢ ὠχυρωμένος τόπος, κοινῶς «κάστρον», Αἰσχύλ. Εὐμ. 919, Θουκ., κλπ.· ἀντὶ τοῦ πόλις εἶναι φρούριον κατέστη ὁ αὐτ. 7. 28· μάλιστα δὲ ὀχύρωμα ἐπὶ λόφου ἢ βουνοῦ, πύργος, ἐν ἀντιθέσει πρὸς τὴν ὠχυρωμένην πόλιν, ὁ αὐτ. 2. 18., 3. 18, 51, Λυσί. 124. 1, Ξεν., κλπ.· βίον ὡς οἰκτρὸν ἐξαντλοῦσιν οἱ τὰ φρούρια τηροῦντες Μένανδρ. ἐν «Ἀσπίδι» 5· πρβλ. περίπολος Ι. 2) φυλακή, εἱρκτή, Πλάτ. Ἀξίοχ. 365Ε. ΙΙ. ἡ φρουρὰ θέσεώς τινος ἢ ὀχυρώματος, Αἰσχύλ. Προμ. 801 (ἔνθα ὁ Σχολιαστὴς ἔχει καὶ ἑτέραν ἑρμηνείαν, πρᾶγμα ὅπερ πρέπει τις νὰ φυλάττηται), φυλασσόμεσθα φρουρίοις Εὐρ. Ὀρ. 760, Θουκ. 2. 93· πόλεως φρ., οἱ Ἀρεοπαγῖται, Αἰσχύλ. Εὐμ. 949. [Εἶναι ὑποκορ. μόνον κατὰ τύπον].
Greek Monotonic
φρούριον: τό (φρουρός)·
I. παρατηρητήριο, οχυρωμένος τόπος, κάστρο, σε Αισχύλ., Θουκ. κ.λπ.
II. φρούριο, οχυρό, λέγεται για τόπο, σε Αισχύλ., Θουκ.
Middle Liddell
φρούριον, ου, τό, φρουρός
I. a watch-post, garrisoned fort, citadel, Aesch., Thuc., etc.
II. the guard, garrison, of a place, Aesch., Thuc.
English (Woodhouse)
garrison, guard-post, body of guards, body of watchers, guard post, military station