χυτρόπους: Difference between revisions
ἆρά γε λόγον ἔχει δυοῖν ἀρχαῖν, ὑλικῆς τε καὶ δραστικῆς → does it in fact have the function of two principles, the material and the active?
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1") |
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2") |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{bailly | {{bailly | ||
|btext=όποδος (ὁ) :<br />pot de terre <i>ou</i> marmite à pieds.<br />'''Étymologie:''' [[χύτρος]], [[πούς]]. | |btext=όποδος (ὁ) :<br />pot de terre <i>ou</i> marmite à pieds.<br />'''Étymologie:''' [[χύτρος]], [[πούς]]. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''χυτρόπους:''' ποδος ὁ<br /><b class="num">1)</b> [[горшок или котел на ножках]] Hes., Plut.;<br /><b class="num">2)</b> [[жаровня на ножках]] Anth. | |||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
Line 24: | Line 27: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''χυτρόπους:''' -ποδος, ὁ, πληθ. <i>χυτρόποδες</i>, [[χύτρα]] με πόδια, [[σιδερένιος]] [[τρίποδας]] [[επάνω]] στον οποίο τοποθετούνταν η [[χύτρα]], [[πυροστιά]], σε Ησίοδ. | |lsmtext='''χυτρόπους:''' -ποδος, ὁ, πληθ. <i>χυτρόποδες</i>, [[χύτρα]] με πόδια, [[σιδερένιος]] [[τρίποδας]] [[επάνω]] στον οποίο τοποθετούνταν η [[χύτρα]], [[πυροστιά]], σε Ησίοδ. | ||
}} | }} | ||
{{mdlsj | {{mdlsj | ||
|mdlsjtxt=χυτρό-πους,<br />a pot with feet, or a [[portable]] stove for putting a pot [[upon]], Hes. | |mdlsjtxt=χυτρό-πους,<br />a pot with feet, or a [[portable]] stove for putting a pot [[upon]], Hes. | ||
}} | }} |
Revision as of 17:00, 3 October 2022
English (LSJ)
ποδος, ὁ,
A stand for a pot, Alciphr.3.5, Sch.Ar.Pax893 (gloss on λάσανα); also κυθρόπους PMag.Lond.46.269, Zos.Alch.p.222 B.
2 pot or cauldron, χυτρόποδες Hes.Op.748, LXX Le.11.35; χ. κέραμοι App.Anth.5.29.5 (Juba).
3 = τορύνη, Sch.Ar.Ra. 509:—Dim. χυτροπόδιον, τό, Hippon.25.
German (Pape)
[Seite 1385] ποδος, ὁ, eigtl. Topffuß, ein Topf, Kessel mit Füßen, Hes. O. 750; auch eine Art Kohlenpfanne, ein kleiner Heerd mit Füßen, einen Topf darauf zu setzen, wie λάσανον, πύραυνος Iob. ep. (App. 41).
French (Bailly abrégé)
όποδος (ὁ) :
pot de terre ou marmite à pieds.
Étymologie: χύτρος, πούς.
Russian (Dvoretsky)
χυτρόπους: ποδος ὁ
1) горшок или котел на ножках Hes., Plut.;
2) жаровня на ножках Anth.
Greek (Liddell-Scott)
χυτρόπους: ποδος, ὁ, Σχόλ. εἰς Ἀριστοφ. Βάτρ. 509· ἀλλαχοῦ ἐν τῷ πληθ. χυτρόποδες, χύτρα ἢ λέβης μετὰ ποδῶν ἢ τρίπους σιδηροῦς ἐφ’ οὗ ἐτίθετο ἡ χύτρα, πυροστιά, Ἡσ. Ἔργ. κ. Ἡμ. 746, πρβλ. Πλούτ. 2. 703D, Ἑβδ. (Λευϊτ. ΙΑ΄, 35), Ἀλκίφρων 3. 5· πρβλ. λάσανα, Ἀνθ. Π. παράρτ. 41, Σχόλ. εἰς Ἀριστοφ. Εἰρ. 893· ― ὑποκορ. χυτροπόδιον, τό, Ἱππῶναξ 18. ― Ἵδε Χ. Χαριτωνίδου Ποικίλα Φιλολογικὰ τόμ. Α΄, σ. 397.
Greek Monolingual
και κυθρόπους, -ποδος, ὁ, Α
1. χύτρα με πόδια, με στηρίγματα
2. τρίποδο σκεύος πάνω στο οποίο τοποθετούσαν τη χύτρα, η πυροστιά
3. μεγάλη κουτάλα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < χύτρα + -πους (< πούς, ποδός), πρβλ. σφηνό-πους].
Greek Monotonic
χυτρόπους: -ποδος, ὁ, πληθ. χυτρόποδες, χύτρα με πόδια, σιδερένιος τρίποδας επάνω στον οποίο τοποθετούνταν η χύτρα, πυροστιά, σε Ησίοδ.
Middle Liddell
χυτρό-πους,
a pot with feet, or a portable stove for putting a pot upon, Hes.