ἀμυνάθω: Difference between revisions

From LSJ
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2")
Line 18: Line 18:
{{bailly
{{bailly
|btext=<i>seul. prés;<br />c.</i> [[ἀμύνω]];<br /><i><b>Moy.</b> c.</i> ἀμύνομαι.
|btext=<i>seul. prés;<br />c.</i> [[ἀμύνω]];<br /><i><b>Moy.</b> c.</i> ἀμύνομαι.
}}
{{elru
|elrutext='''ἀμῡνάθω:''' (ᾰᾰ) тж. med. Trag., Arph. = [[ἀμύνω]].
}}
}}
{{ls
{{ls
Line 27: Line 30:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ἀμυνάθω:''' [α]=[[ἀμύνω]], ἀμῡνάθω[ᾰ][[ἀμύνω]]·[[αλλά]] οι τύποι που του αποδίδονται, ανήκουν σ' έναν αόρ. βʹ <i>ἠμύνᾰθον</i>, (πρβλ. [[διωκάθω]], [[εἰκαθεῖν]], [[ἐργαθεῖν]], [[σχέθω]])· το απαρ. [[επομένως]] είναι <i>ἀμυναθεῖν</i> (όχι <i>-άθειν</i>), Μέσ. προστ. <i>ἀμυναθοῦ</i> (όχι <i>-άθου</i>)<i>:</i> υπερασπίζομαι, [[βοηθώ]], συνδράμω, με δοτ., σε Ευρ., Αριστοφ. — Μέσ., αποδιώχνω, [[απομακρύνω]] από εμένα, [[απωθώ]], <i>ψόγον</i>, σε Αισχύλ.· [[παίρνω]] [[εκδίκηση]] για κάποιον, <i>τινα</i>.
|lsmtext='''ἀμυνάθω:''' [α]=[[ἀμύνω]], ἀμῡνάθω[ᾰ][[ἀμύνω]]·[[αλλά]] οι τύποι που του αποδίδονται, ανήκουν σ' έναν αόρ. βʹ <i>ἠμύνᾰθον</i>, (πρβλ. [[διωκάθω]], [[εἰκαθεῖν]], [[ἐργαθεῖν]], [[σχέθω]])· το απαρ. [[επομένως]] είναι <i>ἀμυναθεῖν</i> (όχι <i>-άθειν</i>), Μέσ. προστ. <i>ἀμυναθοῦ</i> (όχι <i>-άθου</i>)<i>:</i> υπερασπίζομαι, [[βοηθώ]], συνδράμω, με δοτ., σε Ευρ., Αριστοφ. — Μέσ., αποδιώχνω, [[απομακρύνω]] από εμένα, [[απωθώ]], <i>ψόγον</i>, σε Αισχύλ.· [[παίρνω]] [[εκδίκηση]] για κάποιον, <i>τινα</i>.
}}
{{elru
|elrutext='''ἀμῡνάθω:''' (ᾰᾰ) тж. med. Trag., Arph. = [[ἀμύνω]].
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj
|mdlsjtxt== [[ἀμύνω]].] [the forms assigned to [[this]] verb belong to an aor2, ἠμύναθον, [[hence]] the [[irregular]] infinitive and [[imperative]] (cf. [[ἐργαθεῖν]], [[σχέθω]]): the inf. [[therefore]] is ἀμῡναθεῖν not ἀμῡνάθειν, [[while]] the [[imperative]] is ἀμῡναθοῦ, not ἀμῡνάθου.]<br /><b class="num">1.</b> to [[defend]], [[assist]], c. dat., Eur., Ar.:—Mid. to [[ward]] off from [[oneself]], [[repel]], ψόγον Aesch.: to [[take]] [[vengeance]] on, τινα.
|mdlsjtxt== [[ἀμύνω]].] [the forms assigned to [[this]] verb belong to an aor2, ἠμύναθον, [[hence]] the [[irregular]] infinitive and [[imperative]] (cf. [[ἐργαθεῖν]], [[σχέθω]]): the inf. [[therefore]] is ἀμῡναθεῖν not ἀμῡνάθειν, [[while]] the [[imperative]] is ἀμῡναθοῦ, not ἀμῡνάθου.]<br /><b class="num">1.</b> to [[defend]], [[assist]], c. dat., Eur., Ar.:—Mid. to [[ward]] off from [[oneself]], [[repel]], ψόγον Aesch.: to [[take]] [[vengeance]] on, τινα.
}}
}}

Revision as of 17:25, 3 October 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀμῡνάθω Medium diacritics: ἀμυνάθω Low diacritics: αμυνάθω Capitals: ΑΜΥΝΑΘΩ
Transliteration A: amynáthō Transliteration B: amynathō Transliteration C: amynatho Beta Code: a)muna/qw

English (LSJ)

pres. assumed by Gramm., cf. Hdn.Gr.1.440, 2.782, as lengthd. form of ἀμύνω: but forms so accented in codd. are best taken to belong to aor. ἠμύναθον and written ἀμυναθεῖν (so Hsch.), -θοῦ, cf. ἀλκαθεῖν:—defend, assist, c. dat. pers., εἰ σοῖς φίλοις ἀμυναθεῖν χρῄζεις E.Andr.1079, cf. IA910; ἀμυνάθετέ μοι Ar.Nu.1323: abs., ἄξιαι δ' ἀμυναθεῖν [αἱ ξυμφοραί] S.OC1015:—Med., ward off from oneself, repel, τόνδ' ἀμυναθοῦ ψόγον A.Eu.438; take vengeance on, μὴ . . ἀμυνάθοιτό σε E.Andr.721.

Spanish (DGE)

• Prosodia: [ᾰμῡνᾰ-]
• Morfología: según algunos, todas las formas referidas a ἀμυνάθω son de aor. y hay que escribir ἀμυναθεῖν, ἀμυναθοῦ
I act.
1 c. dat. de pers. defender, ayudar, auxiliar σοῖς φίλοις E.Andr.1079, μοι Ar.Nu.1323, cf. E.IA 910.
2 abs. por neutraliz. del inf. ser socorrido αἱ δὲ συμφοραὶ ... ἄξιαι δ' ἀμυναθεῖν sus desgracias merecen ser socorridas S.OC 1015.
II med. c. ac. de cosa defenderse de τῶνδ' ἀμυναθοῦ ψόγον A.Eu.438
de pers. μὴ ... ἀμυνάθοιτό σε ἔδεισας; E.Andr.721.
• Etimología: Cf. ἀμύνω.

German (Pape)

[Seite 131] = ἀμύνω, nur inf., Soph. O. C. 1019; Eur. Andr. 1080; part., Iph. A. 910; imperat., Ar. Nubb. 1305; med. in derselben Bdtg, ἀμυνάθου, Aesch. Eum. 416; optat., Eur. Andr. 722. Richtiger als aor. II. zu betrachten und daher, ἀμυναθών, ἀμυναθοῦ zu accentuiren.

French (Bailly abrégé)

seul. prés;
c.
ἀμύνω;
Moy. c. ἀμύνομαι.

Russian (Dvoretsky)

ἀμῡνάθω: (ᾰᾰ) тж. med. Trag., Arph. = ἀμύνω.

Greek (Liddell-Scott)

ἀμῡνάθω: ἐνεστὼς ὑποληφθεὶς ὑπὸ τῶν γραμματ. (Δράκων 59, Ἐτυμ. Μ. 8. 18) ὡς ἐκτεταμένος τύπος τοῦ ἀμύνω: ἀλλὰ πάντες οἱ σχηματισμοὶ οἱ ἀναγόμενοι εἰς τὸν τύπον τοῦτον ἀνήκουσιν εἰς ἀόριστόν τινα ἠμύνᾰθον, πρὸς ὃν δυνάμεθα να παραβάλωμεν τοὺς σχηματισμοὺς τῶν ἀορίστων ἀλκαθεῖν, διωκαθεῖν, εἰκαθεῖν, εἰργαθεῖν, σχεθεῖν: ἴδε Ἐλμσ. Εὐρ. Μήδ. 186, Δινδόρφ. Σοφ. Ἠλ. 396, Ἐλλένδου Λεξ. Σοφ. ἐν λ. εἰκαθεῖν. Ἡ ἀπαρέμφατος λοιπὸν εἶναι ἀμυναθεῖν (οὐχὶ -άθειν), προστ. μέσ. ἀμυναθοῦ (οὐχὶ -άθου). Ὑπερασπίζω, βοηθῶ μετὰ δοτ. προσ., εἰ καὶ σοῖς φίλοις ἀμυναθεῖν χρῄζεις Εὐρ. Ἀνδρ. 1079, πρβλ. Ι. Α. 910· ἀμυνάθετέ μοι Ἀριστοφ. Νεφ. 1323: ἀπολ., ἄξιαι δ’ ἀμυναθεῖν [αἱ ξυμφοραί] Σοφ. Ο. Κ. 1015: - Μέσ., ἀποκρούω ἀπ’ ἐμαυτοῦ, ἀπωθῶ: τόνδ’ ἀμυναθοῦ ψόγον Αἰσχύλ. Εὐμ. 438: λάβε ἐκδίκησιν διά..., μὴ... ἀμυνάθοιτό σε Εὐρ. Ἀνδρ. 721.

Greek Monolingual

ἀμυνάθω (Α)
Ι. ενεργ. υπερασπίζω, βοηθώ
ΙΙ. μέσ.
1. υπερασπίζω τον εαυτό μου, αποκρούω επίθεση
2. παίρνω εκδίκηση, εκδικούμαι.
[ΕΤΥΜΟΛ. Ενεστώτας που θεωρήθηκε από τους γραμματικούς ως παρεκτεταμένος τ. του ρ. ἀμύνω. Οπωσδήποτε αυτός και οι συναφείς τύποι που παραδίδονται είναι προτιμότερο να εκληφθούν ότι ανήκουν στον αόρ. ἠμύναθον (υποτακτική ἀμυνάθω)].

Greek Monotonic

ἀμυνάθω: [α]=ἀμύνω, ἀμῡνάθω[ᾰ]ἀμύνω·αλλά οι τύποι που του αποδίδονται, ανήκουν σ' έναν αόρ. βʹ ἠμύνᾰθον, (πρβλ. διωκάθω, εἰκαθεῖν, ἐργαθεῖν, σχέθω)· το απαρ. επομένως είναι ἀμυναθεῖν (όχι -άθειν), Μέσ. προστ. ἀμυναθοῦ (όχι -άθου): υπερασπίζομαι, βοηθώ, συνδράμω, με δοτ., σε Ευρ., Αριστοφ. — Μέσ., αποδιώχνω, απομακρύνω από εμένα, απωθώ, ψόγον, σε Αισχύλ.· παίρνω εκδίκηση για κάποιον, τινα.

Middle Liddell

= ἀμύνω.] [the forms assigned to this verb belong to an aor2, ἠμύναθον, hence the irregular infinitive and imperative (cf. ἐργαθεῖν, σχέθω): the inf. therefore is ἀμῡναθεῖν not ἀμῡνάθειν, while the imperative is ἀμῡναθοῦ, not ἀμῡνάθου.]
1. to defend, assist, c. dat., Eur., Ar.:—Mid. to ward off from oneself, repel, ψόγον Aesch.: to take vengeance on, τινα.