ἀνελεήμων: Difference between revisions
Λιμῷ γὰρ οὐδέν ἐστιν ἀντειπεῖν ἔπος → Famem adeo responsare nil contra datur → Erfolgreich widerspricht dem Hunger nicht ein Wort
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1") |
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2") |
||
Line 18: | Line 18: | ||
{{bailly | {{bailly | ||
|btext=ων, ον ; <i>gén.</i> ονος;<br />sans pitié, cruel.<br />'''Étymologie:''' [[ἀ]], [[ἐλεήμων]]. | |btext=ων, ον ; <i>gén.</i> ονος;<br />sans pitié, cruel.<br />'''Étymologie:''' [[ἀ]], [[ἐλεήμων]]. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''ἀνελεήμων:''' 2, gen. ονος безжалостный, немилосердный Arst., NT. | |||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
Line 33: | Line 36: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''ἀνελεήμων:''' -ον, -ονος, [[άσπλαχνος]], [[ανηλεής]], σε Καινή Διαθήκη | |lsmtext='''ἀνελεήμων:''' -ον, -ονος, [[άσπλαχνος]], [[ανηλεής]], σε Καινή Διαθήκη | ||
}} | }} | ||
{{mdlsj | {{mdlsj |
Revision as of 17:42, 3 October 2022
English (LSJ)
ον, gen. ονος, merciless, without mercy, Arist.Rh. Al.1442a13, Ep.Rom.1.31, Cat.Cod.Astr.2.173:—also ἀνηλεήμων, Nicoch.20; and in AB400 ἀνελήμων. Adv. ἀνελεημόνως = mercilessly, ἀπολέσθαι Antipho 1.25, LXXJb.6.21.
Spanish (DGE)
-ον
• Alolema(s): ἀνελήμων AB 400
1 que no tiene piedad o compasión, despiadado ὁ ἐναντίος Anaximen.Rh.1442a14, ἀνελεήμων ὡς λύκος Pall.V.Chrys.20.402, ἀνθρώπων ἀνελεημώνων καὶ ἀθέων PLond.1915.8 (IV d.C.), cf. Nicoch.20, Ep.Rom.1.31, Ptol.Tetr.3.14.14, Cat.Cod.Astr.2.173
•fig. ἀνελεήμων θυμὸς καὶ ὀξεῖα ὀργή LXX Pr.27.4.
2 adv. ἀνελεημόνως = despiadadamente ἀπώλεσεν Antipho 1.25, ὑμεῖς ἐπέβητέ μοι ἀνελεημόνως LXX Ib.6.21.
German (Pape)
[Seite 221] ον, unbarmherzig, Sp. – Adv. ἀνελεημόνως, Antiph. 1, 25.
French (Bailly abrégé)
ων, ον ; gén. ονος;
sans pitié, cruel.
Étymologie: ἀ, ἐλεήμων.
Russian (Dvoretsky)
ἀνελεήμων: 2, gen. ονος безжалостный, немилосердный Arst., NT.
Greek (Liddell-Scott)
ἀνελεήμων: -ον, γεν. ονος, ὁ μὴ ἐλεήμων, ὁ μὴ κινούμενος εἰς ἔλεον ἢ οἶκτον πρός τινα, ἄσπλαγχνος, Ἀριστ. Ρητ. πρὸς Ἀλέξ. 37. 3, Ἐπιστ. Παύλ. πρὸς Ρωμ. αϳ 31: οὕτως, ἀνηλεήμων Νικοχάρ. Ἄδηλ. 5: καὶ ἀνελήμων, «ἀνελήμων καὶ ἀνελεήμων φασί. Νικόχαρις (γράφε Νικοχάρης) δὲ ἀνηλεήμων» Α. Β. 400. 30. ― Ἐπίρρ. ἀνελεημόνως ἀπολέσθαι Ἀντιφῶν 114. 10.
English (Strong)
from Α (as a negative particle) and ἐλεήμων; merciless: unmerciful.
English (Thayer)
(ἀνέλεος) ἀνελεον, without mercy, merciless: L T Tr WH, unusual form for ἀνίλεως R G. The Greeks said ἀνηλεής and ἀνελεης, cf. Lob. ad Phryn., p. 710f; Winer's Grammar, 100 (95).
Greek Monolingual
ἀνελεήμων, -ον (Α) (κ. νεοελλ. ανελεήμονας, ανελέημονας)
εκείνος που δεν ελεεί, άσπλαχνος, άπονος.
Greek Monotonic
ἀνελεήμων: -ον, -ονος, άσπλαχνος, ανηλεής, σε Καινή Διαθήκη
Middle Liddell
merciless, without mercy, NTest.
Chinese
原文音譯:¢nele»mwn 安-誒累誒蒙
詞類次數:形容詞(1)
原文字根:不-(有)憐憫(的)
字義溯源:無憐憫的,無同情的,不仁慈的,不憐憫人的;由(α / ἄλφα)= (ἄνευ)*=不)與(ἐλεήμων)=憐恤的)組成;其中 (ἐλεήμων)出自(ἐλεέω / ἐλεάω)=有憐恤),而 (ἐλεέω / ἐλεάω)出自(ἔλεος)*=憐恤)
出現次數:總共(1);羅(1)
譯字彙編:
1) 不憐憫人的(1) 羅1:31