ἀνθαιρέομαι: Difference between revisions
οὕτω τι βαθὺ καὶ μυστηριῶδες ἡ σιγὴ καὶ νηφάλιον, ἡ δὲ μέθη λάλον → silence is something profound and mysterious and sober, but drunkenness chatters
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1") |
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2") |
||
Line 18: | Line 18: | ||
{{bailly | {{bailly | ||
|btext=-οῦμαι;<br /><i>f.</i> ἀναιρήσομαι, <i>ao.2</i> [[ἀνθειλόμην]];<br /><b>1</b> choisir à la place <i>ou</i> de préférence;<br /><b>2</b> disputer, tâcher d'enlever : τινί [[τι]] EUR qch à qqn.<br />'''Étymologie:''' [[ἀντί]], [[αἱρέω]]. | |btext=-οῦμαι;<br /><i>f.</i> ἀναιρήσομαι, <i>ao.2</i> [[ἀνθειλόμην]];<br /><b>1</b> choisir à la place <i>ou</i> de préférence;<br /><b>2</b> disputer, tâcher d'enlever : τινί [[τι]] EUR qch à qqn.<br />'''Étymologie:''' [[ἀντί]], [[αἱρέω]]. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''ἀνθαιρέομαι:''' (aor. 2 [[ἀνθειλόμην]])<br /><b class="num">1)</b> [[выбирать]] (вместо) (τινα Thuc., τί τινος Eur., Xen., Plat.);<br /><b class="num">2)</b> [[предпочитать]] (τι Eur.);<br /><b class="num">3)</b> [[оспаривать]] (στέφανον Eur.). | |||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
Line 24: | Line 27: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''ἀνθαιρέομαι:''' μέλ. <i>-ήσομαι</i>, αόρ. βʹ <i>-ειλόμην</i>· αποθ.·<br /><b class="num">I.</b> [[διαλέγω]] ένα [[πρόσωπο]] ή [[πράγμα]] αντί άλλου, <i>τινά</i> (ή <i>τί</i>) <i>τινος</i>, σε Ευρ.· [[προτιμώ]], [[επιλέγω]], [[εκλέγω]], [[προκρίνω]], στον ίδ.<br /><b class="num">II.</b> [[διαφωνώ]], [[εγείρω]] [[αξίωση]] σε, <i>τι</i>, στον ίδ. | |lsmtext='''ἀνθαιρέομαι:''' μέλ. <i>-ήσομαι</i>, αόρ. βʹ <i>-ειλόμην</i>· αποθ.·<br /><b class="num">I.</b> [[διαλέγω]] ένα [[πρόσωπο]] ή [[πράγμα]] αντί άλλου, <i>τινά</i> (ή <i>τί</i>) <i>τινος</i>, σε Ευρ.· [[προτιμώ]], [[επιλέγω]], [[εκλέγω]], [[προκρίνω]], στον ίδ.<br /><b class="num">II.</b> [[διαφωνώ]], [[εγείρω]] [[αξίωση]] σε, <i>τι</i>, στον ίδ. | ||
}} | }} | ||
{{mdlsj | {{mdlsj | ||
|mdlsjtxt=<br /><b class="num">I.</b> Dep.:— to [[choose]] one [[person]] or [[thing]] [[instead]] of [[another]], τινά (or τί) τινος Eur.; to [[prefer]], [[choose]] [[rather]], Eur.<br /><b class="num">II.</b> to [[dispute]], lay [[claim]] to, τι Eur. | |mdlsjtxt=<br /><b class="num">I.</b> Dep.:— to [[choose]] one [[person]] or [[thing]] [[instead]] of [[another]], τινά (or τί) τινος Eur.; to [[prefer]], [[choose]] [[rather]], Eur.<br /><b class="num">II.</b> to [[dispute]], lay [[claim]] to, τι Eur. | ||
}} | }} |
Revision as of 17:45, 3 October 2022
English (LSJ)
A choose one person or thing instead of another, τὸ δ' εὐσεβὲς τῆς δυσσεβείας ἀνθελοῦ E.Cyc.311; ἄλλους ἀ. ἀντὶ τούτων CIG 2715.11 (Stratonicea); στρατηγοὺς ἔπαυσαν . . καὶ ἄλλους ἀνθείλοντο Th.6.103, cf. X.HG6.2.13, Pl.Lg.765d; τὰν εὔδοξον ἀ. φήμαν prefer, choose rather, E.Hipp.773 (lyr.). II dispute, lay claim to, οὐδεὶς στέφανον ἀνθαιρήσεται Id.Hec.660.
Spanish (DGE)
1 escoger, elegir en lugar de c. ac. de pers. ἄλλον CID 1.9c.8 (IV a.C.), GDI 2049.17 (Delfos III a.C.), στρατηγοὺς ... ἔπαυσαν ... καὶ ἄλλους ἀνθείλοντο Th.6.103, 8.76, ἄλλους ἀνθαιρεῖσθα[ι ὡς τάχιστ] α IStratonikeia 1101.11 (II d.C.), cf. Pl.Lg.765d, X.HG 6.2.13
•en v. pas. ser elegido ἕτεροι δὲ ὕπατοι ... ἀνθαιρεθέντες D.C.Epit.8.20.8, cf. 43.46.2.
2 c. ac. de cosa o abstr. y gen. anteponer, preferir τὸ δ' εὐσεβὲς τῆς δυσσεβείας ἀνθελοῦ E.Cyc.311, Διὸς δ' ἀνθείλετο πόντον Call.Del.248
•c. ac. solo preferir τὰν δ' εὔδοξον ... φήμαν E.Hipp.773
•disputar οὐδεὶς στέφανον ἀνθαιρήσεται nadie te disputará la corona E.Hec.660.
German (Pape)
[Seite 230] (s. αἱρέω), 1) etwas anstatt eines andern wählen, τί τινος, eines dem andern vorziehen, τὸ δ' εὐσεβὲς τῆς δυσσεβείας ἀνθελοῦ Eur. Cycl. 310; von eigentlicher Wahl in eines andern Stelle, Plat. Legg. VII, 731 a; Xen. Hell. 6, 2, 13. – 2) τινί τι, Jemandem etwas streitig machen, στέφανον, Eur. Hec. 654.
French (Bailly abrégé)
-οῦμαι;
f. ἀναιρήσομαι, ao.2 ἀνθειλόμην;
1 choisir à la place ou de préférence;
2 disputer, tâcher d'enlever : τινί τι EUR qch à qqn.
Étymologie: ἀντί, αἱρέω.
Russian (Dvoretsky)
ἀνθαιρέομαι: (aor. 2 ἀνθειλόμην)
1) выбирать (вместо) (τινα Thuc., τί τινος Eur., Xen., Plat.);
2) предпочитать (τι Eur.);
3) оспаривать (στέφανον Eur.).
Greek (Liddell-Scott)
ἀνθαιρέομαι: μέλλ. -ήσομαι: ἀποθ.: ― ἐκλέγω πρόσωπόν τι ἢ πρᾶγμα ἀντὶ ἑτέρου, τὸ δ’ εὐσεβὲς τῆς δυσσεβείας ἀνθελοῦ Εὐρ. Κύκλ. 311· ἄλλους ἀνθ. ἀντὶ τούτων Συλλ. Ἐπιγρ. 2715. 11· στρατηγοὺς ἔπαυσαν... καὶ ἄλλους ἀνθείλοντο Θουκ. 6. 103, πρβλ. Ξεν. Ἑλλ. 6. 2, 13, Πλάτ. Νομ. 765D· τὰν εὔδοξον ἀνθαιρουμένα φάμαν, προτιμῶσα, Εὐρ. Ἱππ. 773. ― «ἀνθείλαντο, προέκριναν, ἐπελάβοντο» Ἡσύχ. ΙΙ. διαφιλονεικῶ, ἐγείρω ἀξιώσεις ἐπί τινος πράγματος, οὐδεὶς στέφανον ἀνθαιρήσεται Εὐρ. Ἐκ. 660.
Greek Monotonic
ἀνθαιρέομαι: μέλ. -ήσομαι, αόρ. βʹ -ειλόμην· αποθ.·
I. διαλέγω ένα πρόσωπο ή πράγμα αντί άλλου, τινά (ή τί) τινος, σε Ευρ.· προτιμώ, επιλέγω, εκλέγω, προκρίνω, στον ίδ.
II. διαφωνώ, εγείρω αξίωση σε, τι, στον ίδ.
Middle Liddell
I. Dep.:— to choose one person or thing instead of another, τινά (or τί) τινος Eur.; to prefer, choose rather, Eur.
II. to dispute, lay claim to, τι Eur.