ἐξεῖπον: Difference between revisions

From LSJ

Νέος ὢν ἀκούειν τῶν γεραιτέρων θέλε → Audi libenter, ipse adhuc iuvenis, senes → Als junger Mann hör' gerne auf die Älteren

Menander, Monostichoi, 384
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2")
Line 15: Line 15:
{{bailly
{{bailly
|btext=<i>ao.2, inf.</i> ἐξειπεῖν;<br />dire, déclarer : [[τι]] qch ; [[τί]] τινι, [[τι]] [[πρός]] τινα, τινά [[τι]] qch à qqn.<br />'''Étymologie:''' [[ἐξ]], [[εἶπον]].
|btext=<i>ao.2, inf.</i> ἐξειπεῖν;<br />dire, déclarer : [[τι]] qch ; [[τί]] τινι, [[τι]] [[πρός]] τινα, τινά [[τι]] qch à qqn.<br />'''Étymologie:''' [[ἐξ]], [[εἶπον]].
}}
{{elru
|elrutext='''ἐξεῖπον:''' aor. 2 сказать, объявить (τί τινι Hom., Pind., τινά τι Eur., Dem. и τι πρός τινα Plut.).
}}
}}
{{ls
{{ls
Line 30: Line 33:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ἐξεῖπον:''' απαρ. <i>-ειπεῖν</i>, χρησιμ. ως αόρ. βʹ του [[ἐξαγορεύω]] και [[ἐξερέω]] (βλ. αυτ.)· επίσης βʹ ενικ. αόρ. αʹ <i>ἐξεῖπας</i>, σε Σοφ.·<br /><b class="num">1.</b> [[μιλώ]] ανοιχτά, [[μιλώ]] ξεκάθαρα, [[εξαγγέλλω]], [[διακηρύσσω]], Λατ. effari, σε Όμηρ., Θουκ.<br /><b class="num">2.</b> με [[διπλή]] αιτ., λέω [[κάτι]] [[εναντίον]] κάποιου, σε Σοφ., Ευρ.
|lsmtext='''ἐξεῖπον:''' απαρ. <i>-ειπεῖν</i>, χρησιμ. ως αόρ. βʹ του [[ἐξαγορεύω]] και [[ἐξερέω]] (βλ. αυτ.)· επίσης βʹ ενικ. αόρ. αʹ <i>ἐξεῖπας</i>, σε Σοφ.·<br /><b class="num">1.</b> [[μιλώ]] ανοιχτά, [[μιλώ]] ξεκάθαρα, [[εξαγγέλλω]], [[διακηρύσσω]], Λατ. effari, σε Όμηρ., Θουκ.<br /><b class="num">2.</b> με [[διπλή]] αιτ., λέω [[κάτι]] [[εναντίον]] κάποιου, σε Σοφ., Ευρ.
}}
{{elru
|elrutext='''ἐξεῖπον:''' aor. 2 сказать, объявить (τί τινι Hom., Pind., τινά τι Eur., Dem. и τι πρός τινα Plut.).
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj
|mdlsjtxt=inf. -ειπεῖν aor2 in use of [[ἐξαγορεύω]], [[ἐξερέω]] [[[quod vide|q.v.]]]<br /><b class="num">1.</b> to [[speak]] out, [[tell]] out, [[declare]], Lat. effari, Hom., Thuc.<br /><b class="num">2.</b> c. dupl. acc. to [[tell]] [[something]] of a [[person]], Soph., Eur.
|mdlsjtxt=inf. -ειπεῖν aor2 in use of [[ἐξαγορεύω]], [[ἐξερέω]] [[[quod vide|q.v.]]]<br /><b class="num">1.</b> to [[speak]] out, [[tell]] out, [[declare]], Lat. effari, Hom., Thuc.<br /><b class="num">2.</b> c. dupl. acc. to [[tell]] [[something]] of a [[person]], Soph., Eur.
}}
}}

Revision as of 19:30, 3 October 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐξεῖπον Medium diacritics: ἐξεῖπον Low diacritics: εξείπον Capitals: ΕΞΕΙΠΟΝ
Transliteration A: exeîpon Transliteration B: exeipon Transliteration C: ekseipon Beta Code: e)cei=pon

English (LSJ)

inf. ἐξειπεῖν, aor. 2 in use of ἐξαγορεύω; ἐξερῶ (q.v.) being the fut.: also aor. 1 A ἐξεῖπας S.El.521:—tell out, declare, ἐξείπω καὶ πάντα διίξομαι Il.9.61; αὐτίκ' ἂν ἐξείποι Ἀγαμέμνονι 24.654, cf. Od.15.443; ἐ. ὅτι μοι παρορᾷς Ar.Av.454 (lyr.); ἀκριβείᾳ χαλεπὸν ἐ. Th.7.87. 2 c. dupl. acc., κακὰ ἐ. τινά tell evil tales of a person, D.21.79; τίν' ἀρχήν σ' ἐξείπω κακῶν; E.El.907; πολλὰ πρὸς πολλούς με δὴ ἐξεῖπας, ὡς . . S.El.521, cf. 984.

German (Pape)

[Seite 875] (s. εἶπον), fut. ἐξερῶ (s. unten auch ἐξερὲω), perf. ἐξείρηκα u. s. w., gerade heraussagen; ἐξείπω καὶ πάντα διΐξομαι Il. 9, 61; Etwas aussagen, es bekannt machen, oft mit dem Nebenbegriff verrathen, τινί τι, 24, 654 Od. 15, 443; Pind. I. 1, 60; Aesch. Ag. 908; ἐξερῶ, μόλις δ' ἐρῶ Soph. Phil. 329; ἃ ἐξείρηκας Tr. 349; καὶ τόδ' ἐξειρήσεται 1176; ἀκριβείᾳ μὲν χαλεπὸν ἐξειπεῖν Thuc. 7, 87; wie εἰπεῖν mit doppeltem acc., καὶ τὴν μητέρα κἀμὲ ῥητὰ καὶ ἄῤῥητα κακὰ ἐξεῖπον Dem. 21, 79, sie sagten gegen mich frech heraus; vgl. Soph. El. 521; τίν' ἀρχὴν πρῶτά σ' ἐξείπω κακῶν Eur. El. 907; spätere Prosa, πρός τινα Plut. Thes. 26.

French (Bailly abrégé)

ao.2, inf. ἐξειπεῖν;
dire, déclarer : τι qch ; τί τινι, τι πρός τινα, τινά τι qch à qqn.
Étymologie: ἐξ, εἶπον.

Russian (Dvoretsky)

ἐξεῖπον: aor. 2 сказать, объявить (τί τινι Hom., Pind., τινά τι Eur., Dem. и τι πρός τινα Plut.).

Greek (Liddell-Scott)

ἐξεῖπον: ἀπαρ., ἐξειπεῖν, κεῖται ὡς ἀόρ. β΄ τοῦ ῥήμ. ἐξαγορεύω· τὸ δὲ ἐξερέω (ὃ ἴδε) εἶναι ὁ μέλλ.: ὡσαύτως ἀόρ. α΄ ἐξεῖπας Σοφ. Ἠλ. 521. Λέγω τι καθαρά, ἀλλ’ ἄγ’ ἐγών, ὃς σεῖο γεραίτερος εὔχομαι εἶναι, ἐξείπω καὶ πάντα διίξομαι, «λαλήσω καὶ πάντα διεξέλθω» (Θ. Γαζῆς), Ἰλ. Ι. 61· ἐξαγγέλλω, τῶν εἴ τίς σε ἴδοιτο... αὐτῶν, ἂν ἐξείποι Ἀγαμέμνονι Ω. 654, πρβλ. Ὀδ. Ο. 443· ἐξ. ὅ τι μοι παρορᾷς Ἀριστοφ. Ὄρν. 454· ἀκριβείᾳ ἐξ. Θουκ. 7. 87. 2) μετὰ διπλῆς αἰτ., λέγω, ἐκστομίζω, ὁμιλῶ κατά τινος, καὶ τὴν μητέρα καὶ ἐμέ... ῥητὰ καὶ ἄρρητα κακὰ ἐξεῖπον Δημ. 540· 10· διηγοῦμαι, τιν’ ἀρχὴν πρῶτά σ’ ἐξείπω κακῶν; Εὐρ. Ἠλ. 907· κατηγορῶ, καί τοι πολλὰ πρὸς πολλούς με δὴ ἐξεῖπας ὡς... Σοφ. Ἠλ. 521, πρβλ. 984.

English (Autenrieth)

subj. ἐξείπω, opt. -ποι, fut. ἐξερέω: speak out.

English (Slater)

ἐξεῑπον declare fully πάντα δ' ἐξειπεῖν ἀφαιρεῖται βραχὺ μέτρον ἔχων ὕμνος (I. 1.60)

Greek Monolingual

ἐξεῑπον (Α)
αόρ. β' του ρ. εξαγορεύω.

Greek Monotonic

ἐξεῖπον: απαρ. -ειπεῖν, χρησιμ. ως αόρ. βʹ του ἐξαγορεύω και ἐξερέω (βλ. αυτ.)· επίσης βʹ ενικ. αόρ. αʹ ἐξεῖπας, σε Σοφ.·
1. μιλώ ανοιχτά, μιλώ ξεκάθαρα, εξαγγέλλω, διακηρύσσω, Λατ. effari, σε Όμηρ., Θουκ.
2. με διπλή αιτ., λέω κάτι εναντίον κάποιου, σε Σοφ., Ευρ.

Middle Liddell

inf. -ειπεῖν aor2 in use of ἐξαγορεύω, ἐξερέω [[[quod vide|q.v.]]]
1. to speak out, tell out, declare, Lat. effari, Hom., Thuc.
2. c. dupl. acc. to tell something of a person, Soph., Eur.