ἱππεία: Difference between revisions
Ἢ μὴ γάμει τὸ σύνολον ἢ γαμῶν κράτει → Aut caelebs vive aut dominus uxori tuae → Bleib ledig oder herrsche über deine Frau
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1") |
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2") |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{bailly | {{bailly | ||
|btext=ας (ἡ) :<br /><b>1</b> équitation;<br /><b>2</b> course à cheval, chevauchée ; course en char;<br /><b>3</b> corps de cavalerie.<br />'''Étymologie:''' [[ἱππεύς]]. | |btext=ας (ἡ) :<br /><b>1</b> équitation;<br /><b>2</b> course à cheval, chevauchée ; course en char;<br /><b>3</b> corps de cavalerie.<br />'''Étymologie:''' [[ἱππεύς]]. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''ἱππεία:''' ἡ<br /><b class="num">1)</b> [[конные бега]], [[конное состязание]] (τῆς ἱππείας ἐπιμέλεσθαι Xen.): Πέλοπος [[πολύπονος]] ἱ. Soph. роковое состязание Пелопа (в котором Пелоп обманом одержал верх, а затем сбросал подкупленного им возницу Миртила в море);<br /><b class="num">2)</b> [[конница]] (βασιλέως Xen.);<br /><b class="num">3)</b> [[конный набег]] (χθόνα τινὸς ἱππείαις δαμάζειν Eur.). | |||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
Line 24: | Line 27: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''ἱππεία:''' ἡ ([[ἱππεύω]])·<br /><b class="num">1.</b> [[οδήγηση]] ή [[ίππευση]] αλόγου, ιππική, ιππευτική [[ικανότητα]], [[ιπποδρομικός]] [[αγώνας]], σε Σοφ., Ευρ.<br /><b class="num">2.</b> ιππικό, σε Ξεν. | |lsmtext='''ἱππεία:''' ἡ ([[ἱππεύω]])·<br /><b class="num">1.</b> [[οδήγηση]] ή [[ίππευση]] αλόγου, ιππική, ιππευτική [[ικανότητα]], [[ιπποδρομικός]] [[αγώνας]], σε Σοφ., Ευρ.<br /><b class="num">2.</b> ιππικό, σε Ξεν. | ||
}} | }} | ||
{{mdlsj | {{mdlsj |
Revision as of 21:25, 3 October 2022
English (LSJ)
ἡ, (ἱππεύω) A riding or driving of horses, horsemanship, racing, S.El.505 (lyr.): pl., E.HF374 (lyr.). II cavalry, X.An.5.6.8,Ages.1.23. III breed of horses, ἐνδόξου γενομένης ἐνθένδε ἱ. Str.5.1.9.
German (Pape)
[Seite 1258] ἡ, das Reiten, Soph. El. 495, das Fahren od. Wettrennen; χθόνα Θετταλῶν ἱππείαις ἐδάμαζον Eur. Herc. Fur. 374, Xen. Cyr. 8. 8, 19; – die Reiterei, Xen. An. 5, 6, 8; – die Pferdezucht, Strab. V, 215.
French (Bailly abrégé)
ας (ἡ) :
1 équitation;
2 course à cheval, chevauchée ; course en char;
3 corps de cavalerie.
Étymologie: ἱππεύς.
Russian (Dvoretsky)
ἱππεία: ἡ
1) конные бега, конное состязание (τῆς ἱππείας ἐπιμέλεσθαι Xen.): Πέλοπος πολύπονος ἱ. Soph. роковое состязание Пелопа (в котором Пелоп обманом одержал верх, а затем сбросал подкупленного им возницу Миртила в море);
2) конница (βασιλέως Xen.);
3) конный набег (χθόνα τινὸς ἱππείαις δαμάζειν Eur.).
Greek (Liddell-Scott)
ἱππεία: ἡ, (ἱππεύω) τὸ ἱππεύειν ἢ ἐλαύνειν ἵππους, ἐπιτηδειότης ἢ ἐμπειρία εἰς ἀμφότερα, ἀγὼν ἱπποδρομικός, Σοφ. Ἠλ. 505· καὶ ἐν τῷ πληθ., Εὐρ. Ἡρ. Μαιν. 374. ΙΙ. ἱππικόν, Ξεν. Ἀν. 5. 6, 8, καὶ (ἑπομένης τῆς λέξ. ἱππικὸν) Ἀγησ. 1, 23. ΙΙΙ. ἱπποφορβία, ἱπποτροφία, Στράβ. 215· πρβλ. πωλεία.
Greek Monolingual
ἱππεία, ἡ (Α) [[[ιππεύω]])
1. η επιτηδειότητα ή η εμπειρία στην ιππασία («πολύπονος ἱππεία», Σοφ.)
2. ιππικό
3. ιπποτροφία, ιπποφορβία, το να τρέφει και να διατηρεί κανείς ίππους, κυρίως για ιππικούς αγώνες.
Greek Monotonic
ἱππεία: ἡ (ἱππεύω)·
1. οδήγηση ή ίππευση αλόγου, ιππική, ιππευτική ικανότητα, ιπποδρομικός αγώνας, σε Σοφ., Ευρ.
2. ιππικό, σε Ξεν.
Middle Liddell
ἱππεία, ἡ, ἱππεύω
I. a riding or driving of horses, horsemanship, Soph., Eur.
II. cavalry, Xen.