ὄντα: Difference between revisions

From LSJ

δι' ἐρημίας πολεμίων πορευόμενος → he marched on without finding any enemy, his route lay through a country bare of enemies

Source
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2")
Line 15: Line 15:
{{bailly
{{bailly
|btext=ων ([[τά]]) :<br />v. [[εἰμί]].
|btext=ων ([[τά]]) :<br />v. [[εἰμί]].
}}
{{elru
|elrutext='''ὄντα:''' τά [pl. к ὄν III] подлинно сущее, истинное бытие Plat.
}}
}}
{{ls
{{ls
Line 21: Line 24:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ὄντα:''' τά, πληθ. μτχ. ουδ. του [[εἰμί]] ([[sum]])·<br /><b class="num">I.</b> τα πράγματα που υπάρχουν [[τώρα]], τα παρόντα, σε αντίθ. προς τα παρελθόντα και τα μέλλοντα· [[αλλά]] επίσης, [[πραγματικότητα]], [[αλήθεια]], ύπαρξη, σε αντίθ. προς ό,τι δεν είναι υπαρκτό, σε Πλάτ.<br /><b class="num">II.</b> όσα έχει στην [[κατοχή]] του [[κάποιος]], [[περιουσία]], όπως το [[οὐσία]], σε Δημ.
|lsmtext='''ὄντα:''' τά, πληθ. μτχ. ουδ. του [[εἰμί]] ([[sum]])·<br /><b class="num">I.</b> τα πράγματα που υπάρχουν [[τώρα]], τα παρόντα, σε αντίθ. προς τα παρελθόντα και τα μέλλοντα· [[αλλά]] επίσης, [[πραγματικότητα]], [[αλήθεια]], ύπαρξη, σε αντίθ. προς ό,τι δεν είναι υπαρκτό, σε Πλάτ.<br /><b class="num">II.</b> όσα έχει στην [[κατοχή]] του [[κάποιος]], [[περιουσία]], όπως το [[οὐσία]], σε Δημ.
}}
{{elru
|elrutext='''ὄντα:''' τά [pl. к ὄν III] подлинно сущее, истинное бытие Plat.
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj
|mdlsjtxt=[[ὄντα]], ων, τά, [pl. [[part]]. neut. of εἰμι (sum)]<br /><b class="num">I.</b> existing things, the [[present]], opp. to the [[past]] and [[future]]; but also, [[reality]], [[truth]], opp. to that [[which]] is not, Plat.<br /><b class="num">II.</b> that [[which]] one has, [[property]], like [[οὐσία]], Dem.
|mdlsjtxt=[[ὄντα]], ων, τά, [pl. [[part]]. neut. of εἰμι (sum)]<br /><b class="num">I.</b> existing things, the [[present]], opp. to the [[past]] and [[future]]; but also, [[reality]], [[truth]], opp. to that [[which]] is not, Plat.<br /><b class="num">II.</b> that [[which]] one has, [[property]], like [[οὐσία]], Dem.
}}
}}

Revision as of 21:45, 3 October 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ὄντα Medium diacritics: ὄντα Low diacritics: όντα Capitals: ΟΝΤΑ
Transliteration A: ónta Transliteration B: onta Transliteration C: onta Beta Code: o)/nta

English (LSJ)

τά, neut. pl. part. of εἰμί A (sum), the things which actually exist, the present, opp. the past and future, E.Hel.14; butalso, 2 reality, truth, opp. that which is not, Pl.Sph.263d; actual objects, σκιὰς τῶν ὄντων Id.R.532c, etc.; v. εἰμί. II that which one has, property, fortune (cf. οὐσία), D.18.102.

German (Pape)

[Seite 350] τά, part. praes. von εἰμί, w. m. s., das, was ist, sowohl das Gegenwärtige im Ggstz des Vergangenen u. Zukünftigen, als auch das, was wirklich ist, im Ggstz des Gedachten, das Wirkliche; auch das Vermögen, Hab und Gut, z. B. Dem. 18, 102.

French (Bailly abrégé)

ων (τά) :
v. εἰμί.

Russian (Dvoretsky)

ὄντα: τά [pl. к ὄν III] подлинно сущее, истинное бытие Plat.

Greek (Liddell-Scott)

ὄντα: τά, πληθ. οὐδ. μετοχ. τοῦ εἰμὶ (sum) πράγματα ὑπάρχοντα, παρόντα, κατ’ ἀντίθεσιν πρὸς τὰ παρελθόντα καὶ τὰ μέλλοντα· ἀλλὰ καὶ, 2) τὰ ὄντως ὑπάρχοντα, ἡ ἀλήθεια κατ’ ἀντίθεσιν πρὸς τὰ μὴ ὄντα, σκιὰς τῶν ὄντων Πλάτ. Πολ. 532C, κτλ. ἴδε ἐν λέξ. εἰμί. ΙΙ. ὅ,τι ἔχει τις, περιουσία, ὡς τὸ ἡ οὐσία, Δη. 260. 12.

Greek Monotonic

ὄντα: τά, πληθ. μτχ. ουδ. του εἰμί (sum
I. τα πράγματα που υπάρχουν τώρα, τα παρόντα, σε αντίθ. προς τα παρελθόντα και τα μέλλοντα· αλλά επίσης, πραγματικότητα, αλήθεια, ύπαρξη, σε αντίθ. προς ό,τι δεν είναι υπαρκτό, σε Πλάτ.
II. όσα έχει στην κατοχή του κάποιος, περιουσία, όπως το οὐσία, σε Δημ.

Middle Liddell

ὄντα, ων, τά, [pl. part. neut. of εἰμι (sum)]
I. existing things, the present, opp. to the past and future; but also, reality, truth, opp. to that which is not, Plat.
II. that which one has, property, like οὐσία, Dem.