ὁμοδέμνιος: Difference between revisions
Μηδέν ποτε κοινοῦ τῇ γυναικὶ χρήσιμον → Utile communicato mulieri nihil → Nie teile etwas Wertvolles mit deiner Frau
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1") |
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2") |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{bailly | {{bailly | ||
|btext=ος, ον :<br />qui a la même couche, époux, épouse.<br />'''Étymologie:''' [[ὁμός]], [[δέμνιον]].<br /><i><b>Syn.</b></i> [[ὁμόλεκτρος]] ; cf. [[ἀκοίτης]], [[γαμέτης]] -- [[γαμετή]], [[γαμέτις]], [[δάμαρ]], [[εὐνήτρια]], [[παράκοιτις]], [[πάρευνος]], [[ξυνάορος]], [[σύγκοιτος]], [[σύζυγος]], [[ἄλοχος]], [[εὖνις]]², [[εὐνήτειρα]]. | |btext=ος, ον :<br />qui a la même couche, époux, épouse.<br />'''Étymologie:''' [[ὁμός]], [[δέμνιον]].<br /><i><b>Syn.</b></i> [[ὁμόλεκτρος]] ; cf. [[ἀκοίτης]], [[γαμέτης]] -- [[γαμετή]], [[γαμέτις]], [[δάμαρ]], [[εὐνήτρια]], [[παράκοιτις]], [[πάρευνος]], [[ξυνάορος]], [[σύγκοιτος]], [[σύζυγος]], [[ἄλοχος]], [[εὖνις]]², [[εὐνήτειρα]]. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''ὁμοδέμνιος:''' [[разделяющий ложе]] ([[πόσις]] Aesch.). | |||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
Line 24: | Line 27: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''ὁμοδέμνιος:''' -ον ([[δέμνιον]]), αυτός που μοιράζεται το [[κρεβάτι]] με κάποιον, σε Αισχύλ. | |lsmtext='''ὁμοδέμνιος:''' -ον ([[δέμνιον]]), αυτός που μοιράζεται το [[κρεβάτι]] με κάποιον, σε Αισχύλ. | ||
}} | }} | ||
{{mdlsj | {{mdlsj | ||
|mdlsjtxt=[[ὁμοδέμνιος]], ον, [[δέμνιον]]<br />[[sharing]] one's bed, Aesch. | |mdlsjtxt=[[ὁμοδέμνιος]], ον, [[δέμνιον]]<br />[[sharing]] one's bed, Aesch. | ||
}} | }} |
Revision as of 21:49, 3 October 2022
English (LSJ)
ον, sharing one's bed, A.Ag.1108 (lyr.), Musae.70.
German (Pape)
[Seite 333] Bettgenoß, Ehegatte; πόσις, Aesch. Ag. 1079; sp. D., wie Mus. 70.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
qui a la même couche, époux, épouse.
Étymologie: ὁμός, δέμνιον.
Syn. ὁμόλεκτρος ; cf. ἀκοίτης, γαμέτης -- γαμετή, γαμέτις, δάμαρ, εὐνήτρια, παράκοιτις, πάρευνος, ξυνάορος, σύγκοιτος, σύζυγος, ἄλοχος, εὖνις², εὐνήτειρα.
Russian (Dvoretsky)
ὁμοδέμνιος: разделяющий ложе (πόσις Aesch.).
Greek (Liddell-Scott)
ὁμοδέμνιος: -ον, ὁ μετέχων τῶν αὐτῶν δεμνίων, ὁμόλεκτρος, Αἰσχύλ. Ἀγ. 1108, Μουσαῖος 70.
Greek Monolingual
ὁμοδέμνιος, -ον (Α)
αυτός που μοιράζεται το ίδιο κρεβάτι με άλλον, σύνευνος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ομ(ο)- + δέμνιον «κρεβάτι» (πρβλ. επι-δέμνιος)].
Greek Monotonic
ὁμοδέμνιος: -ον (δέμνιον), αυτός που μοιράζεται το κρεβάτι με κάποιον, σε Αισχύλ.
Middle Liddell
ὁμοδέμνιος, ον, δέμνιον
sharing one's bed, Aesch.