ὑλαῖος: Difference between revisions

From LSJ

οὐ κύριος ὑπὲρ μέδιμνόν ἐστ' ἀνὴρ οὐδεὶς ἔτι → he is no better than a woman, no man is any longer permitted to transact business over the one-bushel limit?

Source
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2")
Line 15: Line 15:
{{bailly
{{bailly
|btext=α, ον :<br />de bois, de forêt.<br />'''Étymologie:''' [[ὕλη]].
|btext=α, ον :<br />de bois, de forêt.<br />'''Étymologie:''' [[ὕλη]].
}}
{{elru
|elrutext='''ὑλαῖος:''' (ῡ) лесной ([[θήρ]] Theocr.).
}}
}}
{{ls
{{ls
Line 24: Line 27:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ὑλαῖος:''' -α, -ον ([[ὕλη]]), [[δασικός]], [[άγριος]], σε Θεόκρ.
|lsmtext='''ὑλαῖος:''' -α, -ον ([[ὕλη]]), [[δασικός]], [[άγριος]], σε Θεόκρ.
}}
{{elru
|elrutext='''ὑλαῖος:''' (ῡ) лесной ([[θήρ]] Theocr.).
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj
|mdlsjtxt=[[ὑλαῖος]], η, ον [ὕλη]<br />of the [[forest]], [[savage]], Theocr.
|mdlsjtxt=[[ὑλαῖος]], η, ον [ὕλη]<br />of the [[forest]], [[savage]], Theocr.
}}
}}

Revision as of 21:50, 3 October 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ὑλαῖος Medium diacritics: ὑλαῖος Low diacritics: υλαίος Capitals: ΥΛΑΙΟΣ
Transliteration A: hylaîos Transliteration B: hylaios Transliteration C: ylaios Beta Code: u(lai=os

English (LSJ)

[ῡ], α, ον, (ὕλη) A belonging to the wood or forest, savage, θήρ Theoc.23.10; ἤθη Ael.NA16.10; ἀνθοσύνη, i.e. weeds, AP11.365 (Agath.):—Ὑλαία, Ion. Ὑλ-αίη, ἡ, a wild district on the Borysthenes, Hdt.4.9, etc. II material, corporeal, Zos.Alch.p.114B., Procl.H. 1.3. b concerned with matter, θεοί Iamb.Myst.5.14, Dam.Pr.134; belonging to ὕλη, opp. ἐμπύριος and αἰθέριος, Procl.Theol.Plat.4.39.

German (Pape)

[Seite 1176] 1) holzig, waldig; im Walde befindlich, lebend, θήρ, Theocr. 23, 10; ὑλαίη ἀνθοσύνη, Agath. 71 (XI, 365); ἤθη, Ael. N. A. 16, 10. – 2) materiell, körperlich, Sp.

French (Bailly abrégé)

α, ον :
de bois, de forêt.
Étymologie: ὕλη.

Russian (Dvoretsky)

ὑλαῖος: (ῡ) лесной (θήρ Theocr.).

Greek (Liddell-Scott)

ὑλαῖος: -α, -ον, (ὕλη) ὁ ἀνήκων εἰς ὕλην, δάσος, ἄγριος, θὴρ ὑλ. Θεόκρ. 23. 10· ἤθη Αἰλ. π. Ζ. 16. 10· ὑλ. ἀνθοσύνη, πόα τοῦ δάσους, Ἀνθ. Π. 11. 365· - ἐν Ξεν. Κυν. 7. 5. τὸ ὄνομα κυνός· - Ὑλαία, Ἰων. -αίη, ἡ, χώρα ὑλώδης παρὰ τὸν Βορυσθένη ποταμὸν (Δνείπερον), Ἡρόδ. 4. 9, κλπ. ΙΙ. ὑλικός, σωματικός, Πρόκλ. Ὑμν. εἰς τὸν Ἥλιον 3, Συνέσ., κλπ.

Greek Monolingual

-αία, -ον, και ιων. τ. θηλ. ὑλαίη, Α
1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην ὕλη, στο δάσος, ή αυτός που ζει στο δάσος, ο άγριος
2. ονομασία σκύλου
3. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στο υλικό από το οποίο είναι κατασκευασμένο ένα αντικείμενο, ο υλικός
4. (το θηλ. ως κύριο όν.) ἡ Ὑλαία και Ὑλαίη
δασώδης χώρα της Σκυθίας κοντά στον Βορυσθένη ποταμό.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὕλη + κατάλ. -αῖος (πρβλ. μοιρ-αῖος)].

Greek Monotonic

ὑλαῖος: -α, -ον (ὕλη), δασικός, άγριος, σε Θεόκρ.

Middle Liddell

ὑλαῖος, η, ον [ὕλη]
of the forest, savage, Theocr.