ὑπερφύομαι: Difference between revisions

From LSJ

πᾶσα οἰκία ὁπλιτῶν νένακτο → every house had been crammed with soldiers

Source
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2")
Line 15: Line 15:
{{bailly
{{bailly
|btext=<i>f.</i> ὑπερφύσομαι, <i>ao.2</i> ὑπερέφυν, <i>etc.</i><br />naître <i>ou</i> croître au-dessus de ; <i>fig.</i> l'emporter sur : τινά τινι sur qqn en qch.<br />'''Étymologie:''' [[ὑπέρ]], [[φύω]].
|btext=<i>f.</i> ὑπερφύσομαι, <i>ao.2</i> ὑπερέφυν, <i>etc.</i><br />naître <i>ou</i> croître au-dessus de ; <i>fig.</i> l'emporter sur : τινά τινι sur qqn en qch.<br />'''Étymologie:''' [[ὑπέρ]], [[φύω]].
}}
{{elru
|elrutext='''ὑπερφύομαι:''' [[перерастать]], [[превосходить]]: ὑπερφὺς Ἓλληνας ἰσχύϊ Her. превзошедший (всех) греков силой.
}}
}}
{{ls
{{ls
Line 24: Line 27:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ὑπερφύομαι:''' Παθ., με αόρ. βʹ και Ενεργ. παρακ., [[υπερτερώ]], [[ξεπερνώ]], [[υπερέχω]], με αιτ., σε Ηρόδ.
|lsmtext='''ὑπερφύομαι:''' Παθ., με αόρ. βʹ και Ενεργ. παρακ., [[υπερτερώ]], [[ξεπερνώ]], [[υπερέχω]], με αιτ., σε Ηρόδ.
}}
{{elru
|elrutext='''ὑπερφύομαι:''' [[перерастать]], [[превосходить]]: ὑπερφὺς Ἓλληνας ἰσχύϊ Her. превзошедший (всех) греков силой.
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj
|mdlsjtxt=<br />Pass., with aor2 and perf. act., to [[surpass]], [[excel]], c. acc., Hdt.
|mdlsjtxt=<br />Pass., with aor2 and perf. act., to [[surpass]], [[excel]], c. acc., Hdt.
}}
}}

Revision as of 22:00, 3 October 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ὑπερφύομαι Medium diacritics: ὑπερφύομαι Low diacritics: υπερφύομαι Capitals: ΥΠΕΡΦΥΟΜΑΙ
Transliteration A: hyperphýomai Transliteration B: hyperphyomai Transliteration C: yperfyomai Beta Code: u(perfu/omai

English (LSJ)

Pass., with aor. 2 and pf. Act., A grow upon or over, [ἔρως] ἔνδον τῆς ἐμῆς ὑπερεφύετο ψυχῆς Aristaenet.1.6 (sed leg. ὑπεφύετο) ; τινι Gal. in Pl.Ti.p.6 D. II metaph., surpass, excel, c. acc. pers. et dat. rei, ὑπερφὺς Ἕλληνας ἰσχύϊ Hdt.6.127, cf. D.C.56.2: c. gen. pers., Aristid.2.151 J.

German (Pape)

[Seite 1204] mit aor. II. u. perf. act. (s. φύω), darüber entstehen, bes. darüber hinauswachsen, übertreffen; ὁ ὑπερφὺς Ἕλληνας ἰσχύϊ, der sie an Macht übertraf, Her. 6, 127; Sp., wie D. Cass. 56, 2.

French (Bailly abrégé)

f. ὑπερφύσομαι, ao.2 ὑπερέφυν, etc.
naître ou croître au-dessus de ; fig. l'emporter sur : τινά τινι sur qqn en qch.
Étymologie: ὑπέρ, φύω.

Russian (Dvoretsky)

ὑπερφύομαι: перерастать, превосходить: ὑπερφὺς Ἓλληνας ἰσχύϊ Her. превзошедший (всех) греков силой.

Greek (Liddell-Scott)

ὑπερφύομαι: Παθ., μετ’ ἀορ. β΄ καὶ πρκμ. ἐνεργ., φύομαι, αὐξάνομαι ὑπεράνω τινός, ηὐξάνετο (ὁ ἔρως) τῇ μελλήσει καὶ ὡς φυτὸν ἐν τῇ γῇ οὕτως ἔνδον τῆς ἐμῆς ὑπερεφύετο ψυχῆς Ἀρισταίν. 1. 6· τινι Γαλην. ΙΙ. μεταφορ., ὑπερτερῶ, ὑπερέχω, μετ’ αἰτ. προσ. καὶ δοτικ. πράγμ., ὑπερφὺς Ἕλληνας ἰσχύϊ Ἡρόδ. 6. 127, πρβλ. Δίωνα Κάσσ. 56. 2· μετὰ γεν. προσ., Ἀριστείδ. 2. 151. {{grml |mltxt=Α [[φύω, φύομαι
1. φύομαι, μεγαλώνω πάνω από κάτι ή επάνω σε κάτι (α. «ταῑς ὑποκειμέναις φλεψὶν ὑπερφύονται σαφῶς οἱ ὄνυχες», Γαλ.
β. «ἔνδον τῆς ἐμῆς ὑπερεφύετο ψυχῆς», Αρισταίν.)
2. υπερτερώ («ὑπερφὺς Ἕλληνας ἰσχύι», Ηρόδ.)
3. (κατὰ τον Ησύχ.) «ὑπερφύς
ὑπεργεννηθείς». }}

Greek Monotonic

ὑπερφύομαι: Παθ., με αόρ. βʹ και Ενεργ. παρακ., υπερτερώ, ξεπερνώ, υπερέχω, με αιτ., σε Ηρόδ.

Middle Liddell


Pass., with aor2 and perf. act., to surpass, excel, c. acc., Hdt.