ὠμόφρων: Difference between revisions
Ἰατρὸς ἀδόλεσχος ἐπὶ τῇ νόσῳ νόσος → Medicus loquax, secundus aegro morbus est → Ein Arzt, der schwätzt, verdoppelt nur der Krankheit Last
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1") |
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2") |
||
Line 12: | Line 12: | ||
{{bailly | {{bailly | ||
|btext=ονος (ὁ, ἡ)<br />au cœur dur, cruel, inhumain.<br />'''Étymologie:''' [[ὠμός]], [[φρήν]]. | |btext=ονος (ὁ, ἡ)<br />au cœur dur, cruel, inhumain.<br />'''Étymologie:''' [[ὠμός]], [[φρήν]]. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''ὠμόφρων:''' 2, gen. ονος дикий, суровый, жестокий, неумолимый ([[λύκος]], [[σίδαρος]] Aesch.; [[πατήρ]] Soph.; [[μήτηρ]] = [[Κλυταιμνήστρα]] Eur.). | |||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
Line 21: | Line 24: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''ὠμόφρων:''' -ονος, ὁ, ἡ ([[φρήν]]), αυτός που έχει σκληρό [[φρόνημα]], [[σκληρός]], [[βίαιος]], [[ωμός]], σε Τραγ.· επίρρ. [[ὠμοφρόνως]], σε Αισχύλ. | |lsmtext='''ὠμόφρων:''' -ονος, ὁ, ἡ ([[φρήν]]), αυτός που έχει σκληρό [[φρόνημα]], [[σκληρός]], [[βίαιος]], [[ωμός]], σε Τραγ.· επίρρ. [[ὠμοφρόνως]], σε Αισχύλ. | ||
}} | }} | ||
{{mdlsj | {{mdlsj |
Revision as of 22:15, 3 October 2022
English (LSJ)
ονος, ὁ, ἡ, (φρήν) savage-minded, λύκος A.Ch.421 (lyr.); of persons, S.Aj.930 (lyr.), Tr.975 (anap.), Ph.194 (anap.), E.El. 27, LXX 4 Ma.9.15, etc.: metaph., ὠ. σίδαρος A.Th.730 (lyr.). Adv. ὠμοφρόνως Id.Pers.911 (anap.), cj. in J.Vit.35.
French (Bailly abrégé)
ονος (ὁ, ἡ)
au cœur dur, cruel, inhumain.
Étymologie: ὠμός, φρήν.
Russian (Dvoretsky)
ὠμόφρων: 2, gen. ονος дикий, суровый, жестокий, неумолимый (λύκος, σίδαρος Aesch.; πατήρ Soph.; μήτηρ = Κλυταιμνήστρα Eur.).
Greek (Liddell-Scott)
ὠμόφρων: -ονος, ὁ, ἡ, (φρὴν) ὁ ἔχων ἄγριον φρόνημα, σκληρός, ὠμός, ὡς τὸ ὠμόθυμος· λύκος Αἰσχύλ. Χο. 421· ἐπὶ ἀνθρώπων, Σοφ. Αἴ. 931, Τρ. 975, Φιλ. 194, Εὐρ. Ἠλ. κτλ.· μεταφορ., ὠ. σίδαρος Αἰσχύλ. Θήβ. 730. Ἐπίρρ. ὠμοφρόνως, ὁ αὐτ. ἐν Πέρσ. 911.
Greek Monolingual
-ονος, ὁ, ἡ, Α
1. αυτός που έχει ωμό φρόνημα, σκληρή ψυχή, άσπλαχνος
2. μτφ. (για πράγμ.) αυτός που διακρίνεται για τη μεγάλη του αντοχή, ανθεκτικός («ὠμόφρων σίδαρος», Αισχύλ.).
επίρρ...
ὠμοφρόνως Α
με ωμότητα φρονήματος, με σκληρότητα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὠμός + -φρων (< φρήν, φρενός), πρβλ. μεγαλό-φρων].
Greek Monotonic
ὠμόφρων: -ονος, ὁ, ἡ (φρήν), αυτός που έχει σκληρό φρόνημα, σκληρός, βίαιος, ωμός, σε Τραγ.· επίρρ. ὠμοφρόνως, σε Αισχύλ.
Middle Liddell
ὠμό-φρων, ονος, ὁ, ἡ, φρήν
savage-minded, savage, Trag. adv. ὠμοφρόνως, Aesch.