ὁλοίτροχος: Difference between revisions
τί δὲ βλέπεις τὸ κάρφος τὸ ἐν τῷ ὀφθαλμῷ τοῦ ἀδελφοῦ σου, τὴν δὲ ἐν τῷ σῷ ὀφθαλμῷ δοκὸν οὐ κατανοεῖς → why do you look at the speck of sawdust in your brother's eye and pay no attention to the plank in your own eye | and why beholdest thou the mote that is in thy brother's eye, but considerest not the beam that is in thine own eye | why do you see the speck that is in your brother's eye, but don't consider the beam that is in your own eye
(Bailly1_4) |
m (Text replacement - "d’u" to "d'u") |
||
(5 intermediate revisions by the same user not shown) | |||
Line 1: | Line 1: | ||
{{pape | {{pape | ||
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0325.png Seite 325]] od. [[ὀλοίτροχος]], ὁ, runder Felsblock, Stein, wie man sie von oben herab auf die Feinde zu wälzen pflegte, Walzenstein (Vollrad erkl. Nitzsch zu Od. 1, 52, zum Unterschiede von dem hölzernen Rade, welches Speichen hat, so benannt); προσιόντων τῶν βαρβάρων ὀλοιτρόχους ἀπίεσαν, Her. 8, 52; ἐκυλίνδουν οἱ βάρβαροι ὁλοιτρόχους ἁμαξιαίους, Xen. An. 4, 2, 3; πέτροι, Theocr. 22, 49, der damit die runden, festen Muskeln des Fechterarms vergleicht. S. noch [[ὀλοοίτροχος]]. | |ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0325.png Seite 325]] od. [[ὀλοίτροχος]], ὁ, runder Felsblock, Stein, wie man sie von oben herab auf die Feinde zu wälzen pflegte, Walzenstein (Vollrad erkl. Nitzsch zu Od. 1, 52, zum Unterschiede von dem hölzernen Rade, welches Speichen hat, so benannt); προσιόντων τῶν βαρβάρων ὀλοιτρόχους ἀπίεσαν, Her. 8, 52; ἐκυλίνδουν οἱ βάρβαροι ὁλοιτρόχους ἁμαξιαίους, Xen. An. 4, 2, 3; πέτροι, Theocr. 22, 49, der damit die runden, festen Muskeln des Fechterarms vergleicht. S. noch [[ὀλοοίτροχος]]. Über die Verlängerung des ο in οι s. Lob. Phryn. 648. – An eine Ableitung von [[ὄλλυμι]], [[ὀλοός]], gleichsam Verderben rollend, zum Verderben Anderer herabrollend, ist schwerlich zu denken, wenn es auch etymologisch möglich wäre, das Wort so zu erklären. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=ος, ον :<br />qui court <i>ou</i> roule d'une masse (pierre).<br />'''Étymologie:''' R. Ϝελ, rouler, [[τρέχω]]. | |||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ὁλοίτροχος''': ἢ ὀλοίτροχος, ὁ, [[λίθος]] περιφερὴς καὶ [[στρογγύλος]], οἵους οἱ πολιορκούμενοι ἐκυλίνδουν κατὰ τῶν πολιορκούντων, Ἡρόδ. 8. 52, Ξεν. Ἀν. 4. 2, 3· ὀλοοίτροχος παρ’ Ὁμ., ὀλ. ὣς ἀπὸ πέτρης, «ὁ ἐν τῷ τρέχειν [[ὀλοός]], τουτέστιν [[ὀλέθριος]], [[ἐπεὶ]] καταφερόμενος πᾶν τὸ ἐμπῖπτον βλάπτει» (Σχόλ.), Ἰλ. Ν. 137· οὕτω καὶ ἐν Χρησμ. παρ’ Ἡροδ. 5. 92, 2· - [[ὡσαύτως]] ὡς ἐπίθετ., πέτροι ὁλοίτροχοι, στρογγύλοι λίθοι πρὸς οὓς παραβάλλονται οἱ μυῶνες τοῦ βραχίονος ἀθλητοῦ, Θεόκρ. 22. 49· καὶ [[ἐνταῦθα]] ἀρκετὰ σαφῶς περιγράφονται, οὕς τε κυλίνδων χειμάρρους ποταμὸς μεγάλαις περίξεσε δίναις. (Ἐκ τούτου [[εἶναι]] πιθανὸν ὅτι τὸ πρῶτον [[μέρος]] τῆς λέξεως παράγεται ὡς τὸ [[ὅλμος]], ἐκ τῆς √ϜΕΛ, εἴλω, vol-vo. Ὁ Ἡσύχ. ἔγραψεν [[ὁλότροχος]], [[ὅπερ]] παραδέχονταί τινες τῶν φιλολόγων ἐτυμολογοῦντες τὴν λέξιν ἐν τοῦ [[ὅλος]], [[τρέχω]], ἐντελῶς [[στρογγύλος]], Nitzsch. εἰς Ὀδ. Α. 52. Περὶ τοῦ τύπου ἴδε Λοβ. εἰς Φρύνιχ. 648). | |lstext='''ὁλοίτροχος''': ἢ ὀλοίτροχος, ὁ, [[λίθος]] περιφερὴς καὶ [[στρογγύλος]], οἵους οἱ πολιορκούμενοι ἐκυλίνδουν κατὰ τῶν πολιορκούντων, Ἡρόδ. 8. 52, Ξεν. Ἀν. 4. 2, 3· ὀλοοίτροχος παρ’ Ὁμ., ὀλ. ὣς ἀπὸ πέτρης, «ὁ ἐν τῷ τρέχειν [[ὀλοός]], τουτέστιν [[ὀλέθριος]], [[ἐπεὶ]] καταφερόμενος πᾶν τὸ ἐμπῖπτον βλάπτει» (Σχόλ.), Ἰλ. Ν. 137· οὕτω καὶ ἐν Χρησμ. παρ’ Ἡροδ. 5. 92, 2· - [[ὡσαύτως]] ὡς ἐπίθετ., πέτροι ὁλοίτροχοι, στρογγύλοι λίθοι πρὸς οὓς παραβάλλονται οἱ μυῶνες τοῦ βραχίονος ἀθλητοῦ, Θεόκρ. 22. 49· καὶ [[ἐνταῦθα]] ἀρκετὰ σαφῶς περιγράφονται, οὕς τε κυλίνδων χειμάρρους ποταμὸς μεγάλαις περίξεσε δίναις. (Ἐκ τούτου [[εἶναι]] πιθανὸν ὅτι τὸ πρῶτον [[μέρος]] τῆς λέξεως παράγεται ὡς τὸ [[ὅλμος]], ἐκ τῆς √ϜΕΛ, εἴλω, vol-vo. Ὁ Ἡσύχ. ἔγραψεν [[ὁλότροχος]], [[ὅπερ]] παραδέχονταί τινες τῶν φιλολόγων ἐτυμολογοῦντες τὴν λέξιν ἐν τοῦ [[ὅλος]], [[τρέχω]], ἐντελῶς [[στρογγύλος]], Nitzsch. εἰς Ὀδ. Α. 52. Περὶ τοῦ τύπου ἴδε Λοβ. εἰς Φρύνιχ. 648). | ||
}} | }} | ||
{{ | {{elru | ||
| | |elrutext='''ὁλοίτροχος:'''<br /><b class="num">I</b> и ὀλό-τροχος 2 катящийся (πέτροι Hom., Theocr.).<br /><b class="num">II</b> ὁ (sc. [[πέτρος]]) обкатанный камень, круглая глыба Xen. | ||
}} | |||
{{mdlsj | |||
|mdlsjtxt=ὁλοί-τροχος, ορ ὀλοί-τροχος, ὁ, [[εἴλω]], [[volvo]], [[τροχός]]<br /><b class="num">1.</b> a [[rolling]] [[stone]], a [[round]] [[stone]], [[such]] as besieged [[people]] rolled [[down]] [[upon]] [[their]] assailants, Hdt., Xen.; [[ὀλοοίτροχος]] in Il. and Orac. ap. Hdt.<br /><b class="num">2.</b> as adj., πέτροι ὁλοίτροχοι [[round]] stones, to [[which]] the muscles of an [[athlete]]'s arm are compared, Theocr. | |||
}} | }} |
Latest revision as of 08:35, 4 October 2022
German (Pape)
[Seite 325] od. ὀλοίτροχος, ὁ, runder Felsblock, Stein, wie man sie von oben herab auf die Feinde zu wälzen pflegte, Walzenstein (Vollrad erkl. Nitzsch zu Od. 1, 52, zum Unterschiede von dem hölzernen Rade, welches Speichen hat, so benannt); προσιόντων τῶν βαρβάρων ὀλοιτρόχους ἀπίεσαν, Her. 8, 52; ἐκυλίνδουν οἱ βάρβαροι ὁλοιτρόχους ἁμαξιαίους, Xen. An. 4, 2, 3; πέτροι, Theocr. 22, 49, der damit die runden, festen Muskeln des Fechterarms vergleicht. S. noch ὀλοοίτροχος. Über die Verlängerung des ο in οι s. Lob. Phryn. 648. – An eine Ableitung von ὄλλυμι, ὀλοός, gleichsam Verderben rollend, zum Verderben Anderer herabrollend, ist schwerlich zu denken, wenn es auch etymologisch möglich wäre, das Wort so zu erklären.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
qui court ou roule d'une masse (pierre).
Étymologie: R. Ϝελ, rouler, τρέχω.
Greek (Liddell-Scott)
ὁλοίτροχος: ἢ ὀλοίτροχος, ὁ, λίθος περιφερὴς καὶ στρογγύλος, οἵους οἱ πολιορκούμενοι ἐκυλίνδουν κατὰ τῶν πολιορκούντων, Ἡρόδ. 8. 52, Ξεν. Ἀν. 4. 2, 3· ὀλοοίτροχος παρ’ Ὁμ., ὀλ. ὣς ἀπὸ πέτρης, «ὁ ἐν τῷ τρέχειν ὀλοός, τουτέστιν ὀλέθριος, ἐπεὶ καταφερόμενος πᾶν τὸ ἐμπῖπτον βλάπτει» (Σχόλ.), Ἰλ. Ν. 137· οὕτω καὶ ἐν Χρησμ. παρ’ Ἡροδ. 5. 92, 2· - ὡσαύτως ὡς ἐπίθετ., πέτροι ὁλοίτροχοι, στρογγύλοι λίθοι πρὸς οὓς παραβάλλονται οἱ μυῶνες τοῦ βραχίονος ἀθλητοῦ, Θεόκρ. 22. 49· καὶ ἐνταῦθα ἀρκετὰ σαφῶς περιγράφονται, οὕς τε κυλίνδων χειμάρρους ποταμὸς μεγάλαις περίξεσε δίναις. (Ἐκ τούτου εἶναι πιθανὸν ὅτι τὸ πρῶτον μέρος τῆς λέξεως παράγεται ὡς τὸ ὅλμος, ἐκ τῆς √ϜΕΛ, εἴλω, vol-vo. Ὁ Ἡσύχ. ἔγραψεν ὁλότροχος, ὅπερ παραδέχονταί τινες τῶν φιλολόγων ἐτυμολογοῦντες τὴν λέξιν ἐν τοῦ ὅλος, τρέχω, ἐντελῶς στρογγύλος, Nitzsch. εἰς Ὀδ. Α. 52. Περὶ τοῦ τύπου ἴδε Λοβ. εἰς Φρύνιχ. 648).
Russian (Dvoretsky)
ὁλοίτροχος:
I и ὀλό-τροχος 2 катящийся (πέτροι Hom., Theocr.).
II ὁ (sc. πέτρος) обкатанный камень, круглая глыба Xen.
Middle Liddell
ὁλοί-τροχος, ορ ὀλοί-τροχος, ὁ, εἴλω, volvo, τροχός
1. a rolling stone, a round stone, such as besieged people rolled down upon their assailants, Hdt., Xen.; ὀλοοίτροχος in Il. and Orac. ap. Hdt.
2. as adj., πέτροι ὁλοίτροχοι round stones, to which the muscles of an athlete's arm are compared, Theocr.