ἀμφιθέατρον: Difference between revisions

From LSJ

Ἡμερὶ πανθέλκτειρα, μεθυτρόφε, μῆτερ ὀπώρας ... → All-soothing vine, nurse of the wine, vintage's mother ... (Anthologia Palatina 7.24.1)

Source
mNo edit summary
mNo edit summary
Line 10: Line 10:
{{ls
{{ls
|lstext='''ἀμφιθέᾱτρον''': τό, [[θέατρον]] κυκλοτερὲς ἔχον καθίσματα ὁλόγυρα ἀναβαίνοντα [[ὄπισθεν]] πρὸς τὰ ἄνω [[οὕτως]] [[ὥστε]] πάντες οἱ καθήμενοι ἐπ’ αὐτῶν νὰ βλέπωσιν ἀκωλύτως τὴν κονίστραν (ἡ [[λέξις]] ἀπαντᾷ κατὰ πρῶτον [[μετὰ]] τὴν ἐξάπλωσιν τῶν Ρωμαϊκῶν ἐθίμων εἰς τὴν Ἑλλάδα), Συλλ. Ἐπιγρ. 3935, 3936. 13, 5361 - 2, Διον. Κ. 43. 22, Ἡρωδιαν., κτλ. - Κυρίως οὐδ. τοῦ ἀρσ. ἐπιθ. ἀμφιθέατρος, ον, [[ὅπερ]] μεταχειρίζεται Διον. ὁ Ἁλ. 4. 44, ἀμφιθέατρος [[ἱππόδρομος]].
|lstext='''ἀμφιθέᾱτρον''': τό, [[θέατρον]] κυκλοτερὲς ἔχον καθίσματα ὁλόγυρα ἀναβαίνοντα [[ὄπισθεν]] πρὸς τὰ ἄνω [[οὕτως]] [[ὥστε]] πάντες οἱ καθήμενοι ἐπ’ αὐτῶν νὰ βλέπωσιν ἀκωλύτως τὴν κονίστραν (ἡ [[λέξις]] ἀπαντᾷ κατὰ πρῶτον [[μετὰ]] τὴν ἐξάπλωσιν τῶν Ρωμαϊκῶν ἐθίμων εἰς τὴν Ἑλλάδα), Συλλ. Ἐπιγρ. 3935, 3936. 13, 5361 - 2, Διον. Κ. 43. 22, Ἡρωδιαν., κτλ. - Κυρίως οὐδ. τοῦ ἀρσ. ἐπιθ. ἀμφιθέατρος, ον, [[ὅπερ]] μεταχειρίζεται Διον. ὁ Ἁλ. 4. 44, ἀμφιθέατρος [[ἱππόδρομος]].
}}
{{grml
|mltxt=το (Α [[ἀμφιθέατρον]])<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> τετράπλευρη [[αίθουσα]] θεάτρου, πνευματικού κέντρου ή εκπαιδευτικού ιδρύματος, που έχει εδώλια κλιμακωτά σε [[σχήμα]] ημικυκλίου, [[κυρίως]] [[απέναντι]] από τη [[σκηνή]] ή την [[έδρα]] και εν μέρει μόνο στα [[πλάγια]]<br /><b>2.</b> το [[μέρος]] του θεάτρου που βρίσκεται [[επάνω]] από την [[πλατεία]] με τα θεωρεία, στο οποίο υπάρχουν κλιμακωτές σειρές καθισμάτων<br /><b>3.</b> το [[σύνολο]] τών ακροατών ή θεατών αμφιθεάτρου<br /><b>αρχ.</b><br />κυκλικό [[θέατρο]] [[δίχως]] [[σκηνή]], που έχει σε όλες τις πλευρές κλιμακωτά εδώλια για τους θεατές.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ</span></b> Ουσιαστ. ουδ. του επιθ. [[ἀμφιθέατρος]].<br /><b><span style="color: brown;">ΠΑΡ.</span></b> [[αμφιθεατρικός]]].
}}
}}
{{lsm
{{lsm

Revision as of 13:45, 6 October 2022

Middle Liddell

a double theatre, amphitheatre.

German (Pape)

[Seite 139] τό, Amphitheater, eine Schaubühne, wo man auf allen Seiten auf concentrisch hintereinander aufsteigenden Plätzen zuschauen kann; auch Volksversammlungsplätze, Sp. wie Hdn. 1, 15, 5.

French (Bailly abrégé)

ου (τό) :
amphithéâtre.
Étymologie: ἀμφί, θέατρον.

Greek (Liddell-Scott)

ἀμφιθέᾱτρον: τό, θέατρον κυκλοτερὲς ἔχον καθίσματα ὁλόγυρα ἀναβαίνοντα ὄπισθεν πρὸς τὰ ἄνω οὕτως ὥστε πάντες οἱ καθήμενοι ἐπ’ αὐτῶν νὰ βλέπωσιν ἀκωλύτως τὴν κονίστραν (ἡ λέξις ἀπαντᾷ κατὰ πρῶτον μετὰ τὴν ἐξάπλωσιν τῶν Ρωμαϊκῶν ἐθίμων εἰς τὴν Ἑλλάδα), Συλλ. Ἐπιγρ. 3935, 3936. 13, 5361 - 2, Διον. Κ. 43. 22, Ἡρωδιαν., κτλ. - Κυρίως οὐδ. τοῦ ἀρσ. ἐπιθ. ἀμφιθέατρος, ον, ὅπερ μεταχειρίζεται Διον. ὁ Ἁλ. 4. 44, ἀμφιθέατρος ἱππόδρομος.

Greek Monolingual

το (Α ἀμφιθέατρον)
νεοελλ.
1. τετράπλευρη αίθουσα θεάτρου, πνευματικού κέντρου ή εκπαιδευτικού ιδρύματος, που έχει εδώλια κλιμακωτά σε σχήμα ημικυκλίου, κυρίως απέναντι από τη σκηνή ή την έδρα και εν μέρει μόνο στα πλάγια
2. το μέρος του θεάτρου που βρίσκεται επάνω από την πλατεία με τα θεωρεία, στο οποίο υπάρχουν κλιμακωτές σειρές καθισμάτων
3. το σύνολο τών ακροατών ή θεατών αμφιθεάτρου
αρχ.
κυκλικό θέατρο δίχως σκηνή, που έχει σε όλες τις πλευρές κλιμακωτά εδώλια για τους θεατές.
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ Ουσιαστ. ουδ. του επιθ. ἀμφιθέατρος.
ΠΑΡ. αμφιθεατρικός].

Greek Monotonic

ἀμφιθέατρον: τό, θέατρο και από τις δύο πλευρές, αμφιθέατρο.

Translations

Arabic: مُدَرَّج‎; Azerbaijani: amfiteatr; Bulgarian: амфитеатър; Catalan: amfiteatre; Czech: amfiteátr; Danish: amfiteater; Dutch: amfitheater; Estonian: amfiteater; Finnish: amfiteatteri, ulkoilmateatteri; French: amphithéâtre; Galician: anfiteatro; German: Amphitheater; Greek: αμφιθέατρο; Ancient Greek: ἀμφιθέατρον; Hebrew: אמפיתאטרון‎; Hungarian: amfiteátrum, körszínház; Italian: anfiteatro; Latvian: amfiteātris; Lithuanian: amfiteatras; Norwegian Bokmål: amfiteater; Nynorsk: amfiteater; Polish: amfiteatr; Portuguese: anfiteatro; Romanian: amfiteatru; Russian: амфитеатр; Serbo-Croatian Cyrillic: амфитѐа̄тар; Roman: amfitèātar; Slovak: amfiteáter; Slovene: amfiteater; Spanish: anfiteatro; Swedish: amfiteater; Tagalog: ampiteatro; Thai: ทวิอัฒจันทร์; Vietnamese: Hý trường; Welsh: amchwaraefa