Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

ὁλκαῖος: Difference between revisions

From LSJ

Οὐ γὰρ ἀργίας ὤνιονὑγίεια καὶ ἀπραξίας, ἅ γε δὴ μέγιστα κακῶν ταῖς νόσοις πρόσεστι, καὶ οὐδὲν διαφέρει τοῦ τὰ ὄμματα τῷ μὴ διαβλέπειν καὶ τὴν φωνὴν τῷ μὴ φθέγγεσθαι φυλάττοντος ὁ τὴν ὑγίειαν ἀχρηστίᾳ καὶ ἡσυχίᾳ σῴζειν οἰόμενος → For health is not to be purchased by idleness and inactivity, which are the greatest evils attendant on sickness, and the man who thinks to conserve his health by uselessness and ease does not differ from him who guards his eyes by not seeing, and his voice by not speaking

Plutarch, Advice about Keeping Well, section 24
m (Text replacement - "v.l. " to "v.l. ")
m (Text replacement - "εῑ" to "εῖ")
Line 17: Line 17:
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=ὁλκαῖος, -αία, -ον, ιων. τ. θηλ. ὁλκαίη (Α) [[ολκή]]<br /><b>1.</b> (για [[πλοίο]]) αυτός που σύρεται, που ρυμουλκείται<br /><b>2.</b> (για [[φίδι]]) αυτός που έρπει<br /><b>3.</b> (για δρόμο) [[οφιοειδής]] («ἕρπει ἀτραπὸν ὁλκαίην δολιχῷ μηρύγματι γαστρός», <b>Νίκ.</b>)<br /><b>4.</b> [[αλλεπάλληλος]], [[διαδοχικός]] («[[λεύσσω]] [[πάλαι]] δὴ σπεῑραν ὁλκαίων κακῶν», <b>Λυκόφρ.</b>)<br /><b>5.</b> <b>το θηλ. ως ουσ.</b> ἡ [[ὁλκαία]], -<i>αίη</i><br />η [[ουρά]] του λιονταριού, [[επειδή]] σύρεται<br /><b>6.</b> <b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>τὸ ὁλκαῖον</i><br />α) [[μεγάλη]] [[λεκάνη]] [[μέσα]] στην οποία έπλεναν τα ποτήρια, αλλ. [[ολκείον]]<br />β) η [[πρύμνη]] του πλοίου.
|mltxt=ὁλκαῖος, -αία, -ον, ιων. τ. θηλ. ὁλκαίη (Α) [[ολκή]]<br /><b>1.</b> (για [[πλοίο]]) αυτός που σύρεται, που ρυμουλκείται<br /><b>2.</b> (για [[φίδι]]) αυτός που έρπει<br /><b>3.</b> (για δρόμο) [[οφιοειδής]] («ἕρπει ἀτραπὸν ὁλκαίην δολιχῷ μηρύγματι γαστρός», <b>Νίκ.</b>)<br /><b>4.</b> [[αλλεπάλληλος]], [[διαδοχικός]] («[[λεύσσω]] [[πάλαι]] δὴ σπεῖραν ὁλκαίων κακῶν», <b>Λυκόφρ.</b>)<br /><b>5.</b> <b>το θηλ. ως ουσ.</b> ἡ [[ὁλκαία]], -<i>αίη</i><br />η [[ουρά]] του λιονταριού, [[επειδή]] σύρεται<br /><b>6.</b> <b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>τὸ ὁλκαῖον</i><br />α) [[μεγάλη]] [[λεκάνη]] [[μέσα]] στην οποία έπλεναν τα ποτήρια, αλλ. [[ολκείον]]<br />β) η [[πρύμνη]] του πλοίου.
}}
}}

Revision as of 10:05, 13 October 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ὁλκαῖος Medium diacritics: ὁλκαῖος Low diacritics: ολκαίος Capitals: ΟΛΚΑΙΟΣ
Transliteration A: holkaîos Transliteration B: holkaios Transliteration C: olkaios Beta Code: o(lkai=os

English (LSJ)

α, ον, (ὁλκή) A drawn along, towed, of a ship (cf. ὁλκάς), Nic.Th.268 : hence, trailing, dragging, σειρή, of a serpent, ib.119; ἀτραπός ib.160; κακά Lyc.216. II as substantive ὁλκαία, Ion. ὁλκαίη, ἡ, tail, because it is trailed along, Nic. Th.123, 225, A.R.4.1614 (v.l. ἀλκαία, which Schn. writes in Nic. ll. cc.).

German (Pape)

[Seite 323] gezogen, geschleppt, bes. vom schleppenden Gange, kriechend, schleichend; Nic. oft, wie Ther. 267, von der Natter ib. 118 παλίγκοτος ἀντομένοισι δάγματι πλειοτέρῃ καὶ ὁλκαίην ἐπὶ σειρήν, Schol. ἑλκομένην. οὐράν; dah. ἡ ὁλκαία geradezu der Schwanz, der nachgeschleppt wird, αἵθ' ὑπὸ ταύρου ὁλκαίην ψαίρουσαι ὀλίζωνες φορέονται, Ther. 122; Ap. Rh. 4, 1614; Callim. frg. 547; – τὸ ὁλκαῖον, jeder Theil eines Körpers, der nachgeschleppt wird, auch der Bauch des Schiffes, u. übh. jedes bauchige, weite Gefäß, Wanne, Pokal u. dgl. – Vgl. auch ὁλκεῖον u. ὁλκίον. – Das Wort scheint nur der spätern Dichtersprache anzugehören. – Poll. 6, 99 erkl. ὁλκαῖον, ἐν ᾡ τὰ ἐκπώματα ἐναπονίπτουσιν.

Greek (Liddell-Scott)

ὁλκαῖος: -α, -ον, (ἕλκω, ὁλκὴ) ὁ συρόμενος, ῥυμουλκούμενος, ἐπὶ πλοίου (πρβλ. ὁλκάς), Ἀπολλ. Ρόδ. Α. 1314, Νικ. Θ. 268· - ἐντεῦθεν, ὁ συρόμενος, ἕρπων, ἐπὶ ὄφεων, αὐτόθι 118, 163· κακὰ Λυκόφρ. 216. ΙΙ. ὡς οὐσιαστ. ὁλκαία, Ἰων. ὁλκαίη, ἡ, οὐρά, ὡς ἑλκομένη, συρομένη, Νικ. Θ. 123, 225, Ἀπολλ. Ρόδ. Δ. 1614 (ἔνθα ἄλλοτε ἀλκαία). 2) ὁλκαῖον, τό, ἴδε ἐν λ. ὁλκεῖον.

Greek Monolingual

ὁλκαῖος, -αία, -ον, ιων. τ. θηλ. ὁλκαίη (Α) ολκή
1. (για πλοίο) αυτός που σύρεται, που ρυμουλκείται
2. (για φίδι) αυτός που έρπει
3. (για δρόμο) οφιοειδής («ἕρπει ἀτραπὸν ὁλκαίην δολιχῷ μηρύγματι γαστρός», Νίκ.)
4. αλλεπάλληλος, διαδοχικόςλεύσσω πάλαι δὴ σπεῖραν ὁλκαίων κακῶν», Λυκόφρ.)
5. το θηλ. ως ουσ.ὁλκαία, -αίη
η ουρά του λιονταριού, επειδή σύρεται
6. το ουδ. ως ουσ. τὸ ὁλκαῖον
α) μεγάλη λεκάνη μέσα στην οποία έπλεναν τα ποτήρια, αλλ. ολκείον
β) η πρύμνη του πλοίου.