ἐκκυνέω: Difference between revisions

From LSJ

Ῥίζα γὰρ πάντων τῶν κακῶν ἐστιν ἡ φιλαργυρίαRoot of all the evils is the love of money (Radix omnium malorum est cupiditas)

The Bible, 1 Timothy, 6:10
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2")
(CSV import)
Line 30: Line 30:
{{mdlsj
{{mdlsj
|mdlsjtxt=fut. ήσω [[ἔκκυνος]]<br />to [[keep]] questing [[about]], of hounds, Xen.
|mdlsjtxt=fut. ήσω [[ἔκκυνος]]<br />to [[keep]] questing [[about]], of hounds, Xen.
}}
{{mantoulidis
|mantxt=(=δέν ἀκολουθῶ τά ἴχνη τοῦ θηράματος, [[ἀλλά]] περιπλανιέμαι ἐρευνώντας [[πολλά]] μέρη). Παρασύνθετο ἀπό τό [[ἔκκυνος]] (ἐκ + [[κύων]]) (=σκυλί πού δέν ἀκολουθεῖ ὁρισμένα ἴχνη, [[ἀλλά]] περιπλανιέται παντοῦ).
}}
}}

Revision as of 14:05, 14 October 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐκκῠνέω Medium diacritics: ἐκκυνέω Low diacritics: εκκυνέω Capitals: ΕΚΚΥΝΕΩ
Transliteration A: ekkynéō Transliteration B: ekkyneō Transliteration C: ekkyneo Beta Code: e)kkune/w

English (LSJ)

(ἔκκυνος) of hounds, keep questing about, X.Cyn.3.10, Poll.5.65:—also ἐκκῠνόω, ibid.

Spanish (DGE)

abandonar la jauría, desentenderse del rastro ἄλλαι ἐκκυνοῦσι παρὰ τὸ ἴχνος διὰ τέλους συμπεριφερόμεναι X.Cyn.3.10, cf. Poll.5.65, cf. tb. ἐκκυνόω.

German (Pape)

[Seite 765] Xen. Cyn. 3, 10 u. Poll. 5, 65, vom Spürhunde, revieren, nicht immer einer Spur folgen.

French (Bailly abrégé)

-ῶ :
perdre la piste.
Étymologie: ἔκκυνος.

Russian (Dvoretsky)

ἐκκῠνέω: (о собаках) сбиваться в сторону (παρὰ τὸ ἴχνος Xen.).

Greek (Liddell-Scott)

ἐκκῠνέω: (ἔκκυνος) τεχνικὸς ὅρος, ἐπὶ τῶν θηρευτικῶν ἐκείνων κυνῶν, οἱ ὁποῖοι δὲν ἀκολουθοῦσιν εἰς ὡρισμένα τινὰ ἴχνη, ἀλλὰ περιπλανῶνται πολλὰ ἐρευνῶντες, Ξεν. Κυν. 3. 10, Πολυδ. Ε΄, 65.

Greek Monotonic

ἐκκῠνέω: μέλ. -ήσω (ἔκκυνος), εκτελώ έρευνα, ψάξιμο, αναζήτηση, ψάχνω για ίχνη, λέγεται για κυνηγετικά σκυλιά ή λαγωνικά, σε Ξεν.

Middle Liddell

fut. ήσω ἔκκυνος
to keep questing about, of hounds, Xen.

Mantoulidis Etymological

(=δέν ἀκολουθῶ τά ἴχνη τοῦ θηράματος, ἀλλά περιπλανιέμαι ἐρευνώντας πολλά μέρη). Παρασύνθετο ἀπό τό ἔκκυνος (ἐκ + κύων) (=σκυλί πού δέν ἀκολουθεῖ ὁρισμένα ἴχνη, ἀλλά περιπλανιέται παντοῦ).