κεραμεικός: Difference between revisions
λέγεις, ἃ δὲ λέγεις ἕνεκα τοῦ λαβεῖν λέγεις → you speak, but you say what you say for the sake of gain (Menander, fr. 776)
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2") |
(CSV import) |
||
Line 27: | Line 27: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=-ή, -ό (ΑΜ [[κεραμεικός]], ή, -όν) [[κέραμος]]<br /><b>1.</b> [[κεραμικός]]<br /><b>2.</b> <b>το θηλ. ως ουσ.</b> <i>η κεραμεική</i> (ενν. [[τέχνη]])<br />η [[τέχνη]] της κατασκευής αγγείων από πηλό, η κεραμική<br /><b>3.</b> (το αρσ. ως κύρ. όν.) <i>ο Κεραμεικός</i><br />η [[περιοχή]] του νεκροταφείου της αρχαίας Αθήνας<br /><b>4.</b> <b>φρ.</b> «Κεραμεικός [[κόλπος]]» — [[βαθύς]] [[κόλπος]] της νοτιοδυτικής Μικράς Ασίας [[μεταξύ]] τών χερσονήσων της Αλικαρνασσού και της Κνίδου<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> (<b>το αρσ. ως κύριο όν.</b>) <i>ο Κεραμεικός</i><br />νεοκλασικό [[κτήριο]] εργοστασίου αγγειοπλαστικής στο Νέο Φάληρο<br /><b>2.</b> <b>φρ.</b> α) «βιομηχανική κεραμεική» — ο [[βιομηχανικός]] [[κλάδος]] που ασχολείται με την [[παραγωγή]] πήλινων αντικειμένων<br />β) «τα ανάκτορα του Κεραμεικού» — τα παλαιά βασιλικά ανάκτορα του Παρισιού στη [[δεξιά]] όχθη του Σηκουάνα, [[ανάμεσα]] στο Λούβρο και στα Ηλύσια Πεδία. | |mltxt=-ή, -ό (ΑΜ [[κεραμεικός]], ή, -όν) [[κέραμος]]<br /><b>1.</b> [[κεραμικός]]<br /><b>2.</b> <b>το θηλ. ως ουσ.</b> <i>η κεραμεική</i> (ενν. [[τέχνη]])<br />η [[τέχνη]] της κατασκευής αγγείων από πηλό, η κεραμική<br /><b>3.</b> (το αρσ. ως κύρ. όν.) <i>ο Κεραμεικός</i><br />η [[περιοχή]] του νεκροταφείου της αρχαίας Αθήνας<br /><b>4.</b> <b>φρ.</b> «Κεραμεικός [[κόλπος]]» — [[βαθύς]] [[κόλπος]] της νοτιοδυτικής Μικράς Ασίας [[μεταξύ]] τών χερσονήσων της Αλικαρνασσού και της Κνίδου<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> (<b>το αρσ. ως κύριο όν.</b>) <i>ο Κεραμεικός</i><br />νεοκλασικό [[κτήριο]] εργοστασίου αγγειοπλαστικής στο Νέο Φάληρο<br /><b>2.</b> <b>φρ.</b> α) «βιομηχανική κεραμεική» — ο [[βιομηχανικός]] [[κλάδος]] που ασχολείται με την [[παραγωγή]] πήλινων αντικειμένων<br />β) «τα ανάκτορα του Κεραμεικού» — τα παλαιά βασιλικά ανάκτορα του Παρισιού στη [[δεξιά]] όχθη του Σηκουάνα, [[ανάμεσα]] στο Λούβρο και στα Ηλύσια Πεδία. | ||
}} | |||
{{mantoulidis | |||
|mantxt=[[ἀντί]] [[κεραμικός]] (=[[συνοικία]] τῶν κεραμέων στήν Ἀθήνα. Στόν Κεραμεικό, ἔξω ἀπό τά τείχη τῆς Ἀθήνας, ἔθαβαν [[τούς]] νεκρούς τοῦ πολέμου). Ἀπό τό: [[κέραμος]], ὅπου δές γιά ἄλλα παράγωγα. | |||
}} | }} |
Revision as of 15:10, 14 October 2022
English (LSJ)
ή, όν, A = κεραμικός (cf. A.D.Adv.166.29), τροχός Arist.Mech.851b20, cf.X.Smp.7.2, Hsch. II Κεραμεικός, ὁ, the Potters' Quarter at Athens, Menecl.3, cf. Sch.Ar.Av.395, Eq.769, Ra.131.
German (Pape)
[Seite 1420] den Töpfer betreffend; τροχός, Töpferscheibe, Xen. Conv. 7, 2; 8. Emp. adv. phys. 2, 51; – nach Hesych. κεραμεικὴ μάστιξ, = ὀστρακισμός, soll wohl κεραμική heißen, s. unten u. vgl. Lob. zu Phryn. 147. – S. nom. pr.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
κεραμεικός -ή -όν [κεραμεύς] pottenbakkers-; subst. ὁ Κεραμεικός Kerameikos, pottenbakkerswijk in Athene.
Russian (Dvoretsky)
κερᾰμεικός: гончарный (τροχός Xen., Arst., Sext.).
Russian (Dvoretsky)
κερᾰμεικός: II ὁ гончар, горшечник Xen.
Greek (Liddell-Scott)
κερᾰμεικός: -ή, -όν, πιθαν. ἐσφαλμένον ἀντὶ τοῦ κεραμικός, Ἀριστ. Μηχαν. 8.β1, καὶ Ἡσύχ. (ἴδε ἐν λ. κεραμικός). ΙΙ. Κεραμεικός, ὁ, ἡ συνοικία τῶν κεραμέων· ἐν Ἀθήναις δύο τόποι ἔφερον τὸ ὄνομα τοῦτο, ὁ μὲν ἐντὸς ὁ δὲ ἐκτὸς τοῦ διπύλου, ἴδε Σχόλ. εἰς Ἀριστοφ. Ἱππ. 769· ἐν τῷ ἐκτὸς Κεραμεικῷ ἐθάπτοντο οἱ ἐν πολέμῳ ἀποθανόντες, πρβλ. Θουκ. 2. 34, πρὸς τὸν Σχολ. εἰς Ἀριστοφ. Ὄρν. 395· ἐνταῦθα δὲ ἐγίνετο καὶ ἡ λαμπαδηφορία, Σχόλ. εἰς Βατρ. 129. 1125· ἴδε Λεξικ. Γεωγρ. ἐν λέξ., ἴδε καὶ κεραμικός.
Greek Monolingual
-ή, -ό (ΑΜ κεραμεικός, ή, -όν) κέραμος
1. κεραμικός
2. το θηλ. ως ουσ. η κεραμεική (ενν. τέχνη)
η τέχνη της κατασκευής αγγείων από πηλό, η κεραμική
3. (το αρσ. ως κύρ. όν.) ο Κεραμεικός
η περιοχή του νεκροταφείου της αρχαίας Αθήνας
4. φρ. «Κεραμεικός κόλπος» — βαθύς κόλπος της νοτιοδυτικής Μικράς Ασίας μεταξύ τών χερσονήσων της Αλικαρνασσού και της Κνίδου
νεοελλ.
1. (το αρσ. ως κύριο όν.) ο Κεραμεικός
νεοκλασικό κτήριο εργοστασίου αγγειοπλαστικής στο Νέο Φάληρο
2. φρ. α) «βιομηχανική κεραμεική» — ο βιομηχανικός κλάδος που ασχολείται με την παραγωγή πήλινων αντικειμένων
β) «τα ανάκτορα του Κεραμεικού» — τα παλαιά βασιλικά ανάκτορα του Παρισιού στη δεξιά όχθη του Σηκουάνα, ανάμεσα στο Λούβρο και στα Ηλύσια Πεδία.
Mantoulidis Etymological
ἀντί κεραμικός (=συνοικία τῶν κεραμέων στήν Ἀθήνα. Στόν Κεραμεικό, ἔξω ἀπό τά τείχη τῆς Ἀθήνας, ἔθαβαν τούς νεκρούς τοῦ πολέμου). Ἀπό τό: κέραμος, ὅπου δές γιά ἄλλα παράγωγα.