ἔνδυμα: Difference between revisions
(CSV import) |
(CSV import) Tags: Mobile edit Mobile web edit |
||
Line 45: | Line 45: | ||
{{elmes | {{elmes | ||
|esmgtx=τό [[vestimenta]] por la que se conjura ἐξορκίζω ὑμᾶς πάντας ... διὰ τὴν δύναμιν τοῦ Ἰάω ... καὶ τὸ ἔ. τ<ο>ῦ Ἐλωὲ <b class="b3">os conjuro a todos vosotros, por la fuerza de Iao y la vestimenta de Eloe</b> P XXXV 20 | |esmgtx=τό [[vestimenta]] por la que se conjura ἐξορκίζω ὑμᾶς πάντας ... διὰ τὴν δύναμιν τοῦ Ἰάω ... καὶ τὸ ἔ. τ<ο>ῦ Ἐλωὲ <b class="b3">os conjuro a todos vosotros, por la fuerza de Iao y la vestimenta de Eloe</b> P XXXV 20 | ||
}} | |||
{{ntsuppl | |||
|ntstxt=manteau | |||
}} | }} |
Revision as of 18:44, 17 October 2022
English (LSJ)
ατος, τό, (ἐνδύω) garment, IG12(5).593A4 (Iulis, V B.C.), Men.Pk.269, LXX 4 Ki.10.22,al., BCH6.25 (Delos, ii B. C.), PFay.12.20 (ii B. C.), Str.3.3.7, Ev.Matt.7.15, Plu.Sol.8, Porph.Abst.1.31, etc.; covering, τῶν ἀστῶν Gal.19.367, prob. in Hp.Cord.8.
Spanish (DGE)
(ἔνδῡμα) -ματος, τό
• Prosodia: [-ῠ- AP 6.280]
1 vestido, vestidura, vestimenta frec. en cont. ritual o festivo ἐν ἑμα[τ] ίο[ις τρι] σὶ λευκοῖς, στρώματι καὶ ἐνδύματι [καὶ ἐ] πιβλε̄́ματι en un rito funerario Sokolowski 3.97A.3 (Ceos V a.C.), καθήμενος ἐνδύματι καὶ λύρᾳ ὁ Πίνδαρος como poeta, Aeschin.Ep.4.3, gener. ἐνδύμαθ' οἷ' ¡qué vestidos! Men.Pc.519, cf. D.L.8.43, κορᾶν ἐνδύματα vestidos de muñecas ofrecidas a Ártemis AP l.c., cf. PCair.Zen.20.3 (III a.C.), junto a ἔσθησις Str.3.3.7, ἐξάγαγε ἐνδύματα πᾶσι τοῖς δούλοις τοῦ Βααλ LXX 4Re.10.22, cf. 2Re.1.24, ἐκ δὲ βύσσου καὶ πορφύρας ἑαυτῇ ἐνδύματα sus vestidos (son) de lino y púrpura LXX Pr.31.22, cf. ID 1417.A.1.52, 442.A.207 (ambos II a.C.), ἔστι δὲ τοῦτο τὸ ἔ. ποδήρης χιτών del sumo sacerdote judío, I.AI 3.153, τῶν ἀρχιερέων I.BI 6.389, cf. 5.232, Plu.Sol.8, Pythag.Ep.3.1, Chrys.Iob 29.7.67, τὸ ἔ. τ<ο>ῦ Ἐλωέ invocado en un conjuro PMag.35.20
•fig. vestidura, envoltura τὸ σῶμα ... ὡς ἔ. τῆς ψυχῆς Sext.Sent.449, cf. Porph.Abst.1.31, Manes 87.5, τὸ ἔ. τοῦ λόγου la vestidura de la palabra ref. Cristo A.Phil.11.9, cf. Hom.Clem.8.23, ἐνδῦσαι ... ἡμᾶς τὰ ἡτοιμασμένα ἐνδύματα ... ὑπέσχετο Iust.Phil.Dial.116.2, οἱ μὴ ἔχοντες ἔ. τῆς ἐπιθυμίας τῆς ἀγαθῆς los que no están revestidos del buen deseo Herm.Mand.12.1.1, βάπτισμα ... ἔ. φωτεινόν Cyr.H.Procatech.16.
2 disfraz, apariencia ἔρχονται πρὸς ὑμᾶς ἐν ἐνδύμασιν προβάτων Eu.Matt.7.15, ἔ. τῆς ἀσεβείας ἐστὶν αὐτοῖς ἡ φιλία τοῦ γράμματος el amor a la letra les sirve (a los judíos) de disfraz de la impiedad Gr.Naz.M.36.136B.
3 medic. envoltura τῶν ὀστῶν del periostio, Gal.19.367, σχῆμα στερεὸν ... τὸ σπλάγχνον διὰ τὸ πλατυκὸν τοῦ ἐνδύματος del pericardio, Hp.Cord.8.
German (Pape)
[Seite 836] τό, das Angezogene, das Kleid, LXX., N. T, z. B. Matth. 6, 25 u. Sp.
French (Bailly abrégé)
ατος (τό) :
vêtement.
Étymologie: ἐνδύω.
Russian (Dvoretsky)
ἔνδυμα: ατος τό Plut., NT = ἐνδυτόν.
Greek (Liddell-Scott)
ἔνδῠμα: τό, (ἐνδύω) ὡς καὶ παρ’ ἡμῖν, ἐνδύμασι καὶ μίτραις καὶ ὑποδήμασι Πλουτ. Σόλ. 8· ἐκ δὲ βύσσου καὶ πορφύρας (ἐποίησεν) ἑαυτῇ ἐνδύματα Ἑβδ. (Παροιμ. ΚΟ΄, 40)· ποδήρους ἐνδύματος Σοφ. Σολομ. ΙΗ΄, 24· ἐνδύματα ἀλλότρια Σοφονίας Α΄. 8· ἐν ἐνδύμασι προβάτων Εὐαγγ. κ. Ματθ. ζ΄, 15, κ. ἀλλ., Ἰωσήπ. Ἰουδ. Ἀρχ. 3. 7, 2, Ἰουδ. Πόλ. 5. 5, 7.
English (Strong)
from ἐνδύω; apparel (especially the outer robe): clothing, garment, raiment.
English (Thayer)
ἐνδυτός, τό (ἐνδύω), garment, raiment, (Aulus Gellius, Lactantius indumentum): a cloak, an outer garment: ἔνδυμα γάμου, a wedding garment); ἔνδυμα προβάτων, sheep's clothing, i. e. the skins of sheep, Strabo 3,3, 7); Josephus, b. j. 5,5, 7; (Antiquities, 3,7, 2); Plutarch, Song of Solomon 8; the Sept. for לְבוּשׁ.)
Greek Monolingual
το (AM ἔνδυμα)
1. φόρεμα για την κάλυψη του σώματος «ἔνδυμα γάμου»
2. περίβλημα συσκευής
μσν.- νεοελλ.
τα απαραίτητα ηθικά προσόντα για να εισέλθει κανείς στη βασιλεία τών ουρανών
νεοελλ.
άδεια εισόδου.
Greek Monotonic
ἔνδῠμα: -ατος, τό (ἐνδύω), ένδυμα, ρούχο, ιμάτιο, σε Καινή Διαθήκη, Πλούτ.
Middle Liddell
ἔνδῠμα, ατος, τό, n ἐνδύω
a garment, NTest., Plut.
Chinese
原文音譯:œnduma 恩-低馬
詞類次數:名詞(8)
原文字根:在內-滑脫(果效)
字義溯源:服裝,衣服,衣裳,禮服,皮;源自(ἐνδύω)=穿上衣服);由(ἐν / ἐμμέσῳ / ἐννόμως)*=在,入)與(δύνω)=落下)組成,而 (δύνω)出自(δυσφημία)X*=沉)。馬太福音記載三種不同的衣服,一種是很簡單,由駱駝毛作的粗陋衣服( 太3:4)。另一種是參加筵席的禮物( 太22:11)。還有一種是天上使者潔白如雪的衣服( 太28:3)。
同義字:1) (ἔνδυμα)服裝 2) (ἐσθής)衣裳 3) (ἱμάτιον)衣裳,衣服 4) (ἱματισμός)服裝,華麗衣服 5) (σκέπασμα)衣服,遮身之物 6) (χιτών)上衣,內衣
出現次數:總共(8);太(7);路(1)
譯字彙編:
1) 服裝(2) 太22:11; 太22:12;
2) 衣服(2) 太3:4; 太28:3;
3) 衣裳(2) 太6:28; 路12:23;
4) 衣裳麼(1) 太6:25;
5) 皮(1) 太7:15
Léxico de magia
τό vestimenta por la que se conjura ἐξορκίζω ὑμᾶς πάντας ... διὰ τὴν δύναμιν τοῦ Ἰάω ... καὶ τὸ ἔ. τ<ο>ῦ Ἐλωὲ os conjuro a todos vosotros, por la fuerza de Iao y la vestimenta de Eloe P XXXV 20
French (New Testament)
manteau