Τυρρηνός: Difference between revisions
οὐκ ἐπιλογιζόμενος ὅτι ἅμα μὲν ὀδύρῃ τὴν ἀναισθησίαν, ἅμα δὲ ἀλγεῖς ἐπὶ σήψεσι καὶ στερήσει τῶν ἡδέων, ὥσπερ εἰς ἕτερον ζῆν ἀποθανούμενος, ἀλλ᾿ οὐκ εἰς παντελῆ μεταβαλῶν ἀναισθησίαν καὶ τὴν αὐτὴν τῇ πρὸ τῆς γενέσεως → you do not consider that you are at one and the same time lamenting your want of sensation, and pained at the idea of your rotting away, and of being deprived of what is pleasant, as if you are to die and live in another state, and not to pass into insensibility complete, and the same as that before you were born
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2") |
m (Text replacement - "οἱ" to "οἱ") |
||
Line 11: | Line 11: | ||
}} | }} | ||
{{bailly | {{bailly | ||
|btext=οῦ;<br /><i>adj. m.</i><br />de Tyrrhénie, tyrrhénien ; | |btext=οῦ;<br /><i>adj. m.</i><br />de Tyrrhénie, tyrrhénien ; οἱ Τυρρηνοί les Tyrrhéniens.<br />'''Étymologie:'''. | ||
}} | }} | ||
{{elru | {{elru |
Revision as of 21:20, 11 November 2022
English (LSJ)
ή, όν, Tyrrhenian, IG22.1629.223, Plb.1.6.4, etc.; cf. Τυρσηνικός.
French (Bailly abrégé)
οῦ;
adj. m.
de Tyrrhénie, tyrrhénien ; οἱ Τυρρηνοί les Tyrrhéniens.
Étymologie:.
Russian (Dvoretsky)
Τυρρηνός:
I ион. Τυρσηνός ὁ Тиррен или Тирсен (сын лидийского царя Атиса, основавший, по преданию, лидийскую колонию на зап. побережье Италии, поздн. Этрурия) Her.
II ион. и староатт. Τυρσηνός 3 тирренский HH, Hes., Pind., Her., Trag.
III ион. и староатт. Τυρσηνός, дор. Τυρσᾱνός ὁ тирренец
1) представитель пеласгического племени в Лидии Her.;
2) житель Тиррении, т. е. Этрурии, этруск Her.
Greek (Liddell-Scott)
Τυρρηνός: ἴδε Τυρσηνός.
Greek Monolingual
και ιων. τ. Τυρσηνός και δωρ. τ. Τυρρανός και Τυρσανός, -ή, -όν, θηλ. και Τυρρηνίς και ιων. τ. Τυρσηνίς, -ίδος, Α
1. αυτός που κατάγεται ή προέρχεται από την Τυρρηνία
2. (το αρσ. στον πληθ. ως ουσ.) οἱ Τυρρηνοί ή Τυρσηνοί
οι κάτοικοι της Τυρρηνίας, ελληνική ονομασία τών Ετρούσκων.
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ < τοπωνύμιο Τύρρα / Τύρσα (βλ. λ. τύρσις)].
Greek Monotonic
Τυρρηνός: βλ. Τυρσηνός.