ψό: Difference between revisions

From LSJ

ἄφες ἡμῖν τὰ ὀφειλήματα ἡμῶνforgive us our trespasses

Source
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
mNo edit summary
 
(One intermediate revision by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=pso
|Transliteration C=pso
|Beta Code=yo/
|Beta Code=yo/
|Definition=a shepherd's call, <span class="bibl">S.<span class="title">Fr.</span>521</span>, cf. <span class="bibl">Ael.Dion.<span class="title">Fr.</span>337</span>. <span class="sense"><span class="bld">II</span> an exclamation of disgust or contempt, <b class="b2">pshaw!</b> Phot.; dub. in <span class="bibl">A.<span class="title">Fr.</span>82</span>, <span class="bibl">Ar.<span class="title">Fr.</span>892</span>/<span class="bibl">3</span>.</span>
|Definition=a [[shepherd]]'s [[call]], ''S.Fr.''521, cf. ''Ael.Dion.Fr.''337.<br><span class="bld">II</span> an [[exclamation]] of [[disgust]] or [[contempt]], [[pshaw]]! Phot.; dub. in ''A.Fr.''82, ''Ar.Fr.''892/''3''.
}}
}}
{{pape
{{pape
Line 14: Line 14:
}}
}}
{{bailly
{{bailly
|btext=<i>interj.</i><br /><i>expression marquant le dégoût, le mépris</i> : pouah !.
|btext=<i>interj.</i><br /><i>expression marquant le dégoût, le mépris</i> : [[pouah]] !.
}}
{{elru
|elrutext='''ψο:''' interj. [[тьфу]]! Soph.
}}
}}
{{ls
{{ls
Line 21: Line 24:
{{grml
{{grml
|mltxt=ΜΑ<br />[[επιφώνημα]] που δήλωνε [[αηδία]], [[αποστροφή]] ή [[αγανάκτηση]]<br /><b>αρχ.</b><br />ποιμενικό [[επίφθεγμα]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Επιφώνημα δηλωτικό αηδίας, αγανάκτησης, αποδοκιμασίας, που χρησιμοποιήθηκε στον σχηματισμό πολλών τ. με σημ. «[[ψώρα]], [[ακαθαρσία]], [[αιθάλη]]» ([[πρβλ]]. <i>ψώα</i>, [[ψόλος]], [[ψόθος]] [Ι]), [[αλλά]] και «[[θόρυβος]], [[υπόκωφος]] [[ήχος]]» ([[πρβλ]]. [[ψόθος]] [II], [[ψόφος]][Ι]). Είναι δύσκολο, [[ωστόσο]], να επισημανθεί με [[βεβαιότητα]] σε ποια από τις δύο ομόηχες ινδοευρωπαϊκές ρίζες ανάγονται οι τ., στην <i>bhes</i>- «[[φυσώ]], [[εκπνέω]]» ([[πρβλ]]. [[ψεύδομαι]], [[ψυχή]]) ή στην <i>bhes</i>- «[[τρίβω]], [[χτυπώ]]» ([[πρβλ]]. <i>ψήω</i> / <i>ψῆν</i>)].
|mltxt=ΜΑ<br />[[επιφώνημα]] που δήλωνε [[αηδία]], [[αποστροφή]] ή [[αγανάκτηση]]<br /><b>αρχ.</b><br />ποιμενικό [[επίφθεγμα]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Επιφώνημα δηλωτικό αηδίας, αγανάκτησης, αποδοκιμασίας, που χρησιμοποιήθηκε στον σχηματισμό πολλών τ. με σημ. «[[ψώρα]], [[ακαθαρσία]], [[αιθάλη]]» ([[πρβλ]]. <i>ψώα</i>, [[ψόλος]], [[ψόθος]] [Ι]), [[αλλά]] και «[[θόρυβος]], [[υπόκωφος]] [[ήχος]]» ([[πρβλ]]. [[ψόθος]] [II], [[ψόφος]][Ι]). Είναι δύσκολο, [[ωστόσο]], να επισημανθεί με [[βεβαιότητα]] σε ποια από τις δύο ομόηχες ινδοευρωπαϊκές ρίζες ανάγονται οι τ., στην <i>bhes</i>- «[[φυσώ]], [[εκπνέω]]» ([[πρβλ]]. [[ψεύδομαι]], [[ψυχή]]) ή στην <i>bhes</i>- «[[τρίβω]], [[χτυπώ]]» ([[πρβλ]]. <i>ψήω</i> / <i>ψῆν</i>)].
}}
{{trml
|trtx====[[pshaw]]===
Chinese Mandarin: 呸; English: [[pshaw]], [[fie]], [[for shame]], [[nuts]], [[damn it]], [[dammit]]; French: [[pouah]], [[peuh]]; German: [[pah]]; Icelandic: svei, iss, uss, fuss, fussum svei; Japanese: げ; Malay: cis; Polish: też coś, co takiego; Russian: [[тьфу]], [[фу]], [[фи]]; Spanish: ¡[[bah]]; Vietnamese: xì
}}
}}

Latest revision as of 11:56, 17 November 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ψό Medium diacritics: ψό Low diacritics: ψο Capitals: ΨΟ
Transliteration A: psó Transliteration B: pso Transliteration C: pso Beta Code: yo/

English (LSJ)

a shepherd's call, S.Fr.521, cf. Ael.Dion.Fr.337.
II an exclamation of disgust or contempt, pshaw! Phot.; dub. in A.Fr.82, Ar.Fr.892/3.

German (Pape)

[Seite 1401] ein Ausruf des Ekels, Widerwillens, Abscheues, pfui; Phot.; Soph. frg. 461 im E. M.; Hdn. περὶ μον. λ. p. 46.

French (Bailly abrégé)

interj.
expression marquant le dégoût, le mépris : pouah !.

Russian (Dvoretsky)

ψο: interj. тьфу! Soph.

Greek (Liddell-Scott)

ψό: πομενικὸν ἐπίφθεγμα, Σοφ. Ἀποσπ. 461 (Ἡρῳδιαν. περὶ Μονήρων Λέξ. σ. 46, 16), πρβλ. Φώτ. ἐν λ., Meineke Com. Gr. 2, 1223.

Greek Monolingual

ΜΑ
επιφώνημα που δήλωνε αηδία, αποστροφή ή αγανάκτηση
αρχ.
ποιμενικό επίφθεγμα.
[ΕΤΥΜΟΛ. Επιφώνημα δηλωτικό αηδίας, αγανάκτησης, αποδοκιμασίας, που χρησιμοποιήθηκε στον σχηματισμό πολλών τ. με σημ. «ψώρα, ακαθαρσία, αιθάλη» (πρβλ. ψώα, ψόλος, ψόθος [Ι]), αλλά και «θόρυβος, υπόκωφος ήχος» (πρβλ. ψόθος [II], ψόφος[Ι]). Είναι δύσκολο, ωστόσο, να επισημανθεί με βεβαιότητα σε ποια από τις δύο ομόηχες ινδοευρωπαϊκές ρίζες ανάγονται οι τ., στην bhes- «φυσώ, εκπνέω» (πρβλ. ψεύδομαι, ψυχή) ή στην bhes- «τρίβω, χτυπώ» (πρβλ. ψήω / ψῆν)].

Translations

pshaw

Chinese Mandarin: 呸; English: pshaw, fie, for shame, nuts, damn it, dammit; French: pouah, peuh; German: pah; Icelandic: svei, iss, uss, fuss, fussum svei; Japanese: げ; Malay: cis; Polish: też coś, co takiego; Russian: тьфу, фу, фи; Spanish: ¡bah; Vietnamese: xì