μηδαμῇ: Difference between revisions

From LSJ

φιλοτιμία καλεῖ τέχν' ὑπερόντα κτλ. → ambition for honor is calling superior sons ... (Inscription on church wall, Constantinople)

Source
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
m (pape replacement)
Line 18: Line 18:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[μηδαμῇ]] (Α)<br /><b>επίρρ.</b><br /><b>1.</b> (τρόπου) με κανέναν τρόπο<br /><b>2.</b> (τόπου) σε κανένα [[μέρος]], [[πουθενά]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[μηδαμός]] «[[κανένας]]» <span style="color: red;">+</span> επιρρμ. κατάλ. -<i>ῇ</i> ([[πρβλ]]. [[κρυφῇ]], [[οὑδαμῇ]])].
|mltxt=[[μηδαμῇ]] (Α)<br /><b>επίρρ.</b><br /><b>1.</b> (τρόπου) με κανέναν τρόπο<br /><b>2.</b> (τόπου) σε κανένα [[μέρος]], [[πουθενά]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[μηδαμός]] «[[κανένας]]» <span style="color: red;">+</span> επιρρμ. κατάλ. -<i>ῇ</i> ([[πρβλ]]. [[κρυφῇ]], [[οὑδαμῇ]])].
}}
{{pape
|ptext== [[μηδαμῆ]].
}}
}}

Revision as of 16:35, 24 November 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: μηδᾰμῇ Medium diacritics: μηδαμῇ Low diacritics: μηδαμή Capitals: ΜΗΔΑΜΗ
Transliteration A: mēdamē̂i Transliteration B: mēdamē Transliteration C: midami Beta Code: mhdamh=|

English (LSJ)

Adv., = μηδαμοῦ, μ. χάλα A.Pr.58; = μηδαμά, μὴ φύγητε μ. S.Ph.789; μὴ προσπαίζοντας μηδαμῇ μηδαμῶς οἰκέταις Pl.Lg.778a; τοὺς μηδαμῇ μηδαμῶς τοῦ πράγματος ἐγγύς D.45.38.

French (Bailly abrégé)

adv.
en aucune manière, nullement.
Étymologie: dat. fém. sg. de μηδαμός.

Greek (Liddell-Scott)

μηδᾰμῇ: ἢ μηδᾰμὰ (ἴδε ἐν λ. οὐδαμῇ), ἐπίρρ. τοῦ μηδαμός, ἐν χρήσει κυρίως ἐπὶ τρόπου, κατ’ οὐδένα τρόπον, μηδαμῶς, συχνάκις παρ’ Ἡροδ. μετ’ ἄλλου μὴ ἢ συνθέτου τοῦ μή, μηδ’ ἄλλων μηδαμὰ μηδαμῶν ἀνθρώπων 2. 91· μηδαμὰ μηδὲν 7. 50· μηδαμῇ χάλα Αἰσχύλ. Πρ. 58, πρβλ. 426· τόδ’ ἴσθι μηδάμ’ ἡμέρᾳ μιᾷ πλῆθος τοσουτάριθμον... θανεῖν ὁ αὐτ. ἐν Πέρσ. 431· μὴ φύγητε μηδαμῇ Σοφ. Φιλ. 789· ἀκοῦσαι μηδὲν ὑπ’ ἐμοῦ μηδαμὰ Ἀριστοφ. Θεσμ. 1162.

Greek Monolingual

μηδαμῇ (Α)
επίρρ.
1. (τρόπου) με κανέναν τρόπο
2. (τόπου) σε κανένα μέρος, πουθενά.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μηδαμός «κανένας» + επιρρμ. κατάλ. - (πρβλ. κρυφῇ, οὑδαμῇ)].

German (Pape)

μηδαμῆ.