σφράγισμα: Difference between revisions
παρθενικὴν δὲ γαμεῖν, ἵνα ἤθεα κεδνὰ διδάξῃς → take thee a maiden to wife, and teach her ways of discretion
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{.*}}\n)({{elru.*}}\n)({{elnl.*}}\n)" to "$4$3$2$1") |
m (pape replacement) |
||
Line 14: | Line 14: | ||
}} | }} | ||
{{elnl | {{elnl | ||
|elnltext= | |elnltext=σφράγισμα -ατος, τό [σφραγίζω] verzegeling; Eur. Hipp. 864; zegel. Xen. Hell. 1.4.3. | ||
}} | }} | ||
{{elru | {{elru | ||
Line 33: | Line 33: | ||
{{WoodhouseReversedUncategorized | {{WoodhouseReversedUncategorized | ||
|woodrun=[[impression of a seal]] | |woodrun=[[impression of a seal]] | ||
}} | |||
{{pape | |||
|ptext=[ᾱ], τό, <i>das aufgedrückte [[Siegel]]</i>; Eur. <i>Hipp</i>. 864; Xen. <i>Hell</i>. 1.4.3. | |||
}} | }} |
Revision as of 16:51, 24 November 2022
English (LSJ)
ατος, τό, impression of a signet-ring, seal, E.Hipp.864, X.HG1.4.3; μοχλοῖς καὶ διὰ σφραγισμάτων σῴζειν δάμαρτα with bars and seals affixed to the door, E.Fr.1063.9.
French (Bailly abrégé)
ατος (τό) :
empreinte d'un sceau.
Étymologie: σφραγίζω.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
σφράγισμα -ατος, τό [σφραγίζω] verzegeling; Eur. Hipp. 864; zegel. Xen. Hell. 1.4.3.
Russian (Dvoretsky)
σφράγισμα: ατος (ρᾱ) τό оттиск печати, (приложенная) печать Eur., Xen., Men.
Greek Monolingual
το, ΝΑ σφραγίζω
1. το αποτέλεσμα του σφραγίζω, το σήμα που αποτυπώνεται με την επίθεση σφραγίδας
2. (κατ' επέκτ.) ερμητικό κλείσιμο
νεοελλ.
1. η ενέργεια του σφραγίζω, σφράγιση
2. ιατρ. α) απόφραξη οπής ή κοιλότητας τερηδονισμένου δοντιού με ειδικό αμάλγαμα
β) (κατ' επέκτ.) το υλικό που χρησιμοποιείται στην παραπάνω επέμβαση, βούλλωμα
3. κλείσιμο καταστήματος από το κράτος.
Greek Monotonic
σφράγισμα: -ατος, τό (σφρᾱγίζω), επίθεση, εκτύπωμα σφραγίδας, δαχτυλιδιού που έχει σφραγιδόλιθο, σφραγίδα, σε Ευρ., Ξεν.
Greek (Liddell-Scott)
σφράγισμα: [ᾱ], τό, ἐπίθεσις τῆς σφραγῖδος, τοῦ δακτυλίου τοῦ ἔχοντος σφραγιδόλιθον, τὸ σφραγισθὲν, σφραγίς, Εὐρ. Ἱππ. 864, Ξεν. Ἑλλ. 1. 4, 3· μοχλοῖς καὶ διὰ σφραγισμάτων σῴζειν γυναῖκα διὰ μοχλῶν καὶ σφραγίδων ἐπὶ τῆς θύρας, Μένανδρ. ἐν Ἀδήλ. 1. 11.
Middle Liddell
σφράγισμα, ατος, τό, [σφρᾱγίζω]
an impression of a signet-ring, a seal, Eur., Xen.
English (Woodhouse)
German (Pape)
[ᾱ], τό, das aufgedrückte Siegel; Eur. Hipp. 864; Xen. Hell. 1.4.3.