εὐθυρρήμων: Difference between revisions

From LSJ

ἀσκὸς ὕστερον δεδάρθαι κἀπιτετρίφθαι γένος → I'd be willing to be flayed into a wineskin afterwards and to have my line wiped out

Source
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
m (pape replacement)
Line 24: Line 24:
{{mdlsj
{{mdlsj
|mdlsjtxt=[[ῥῆμα]]<br />[[plain]]-[[spoken]], Cic.
|mdlsjtxt=[[ῥῆμα]]<br />[[plain]]-[[spoken]], Cic.
}}
{{pape
|ptext=ον, <i>[[geradheraus]] [[redend]], die [[Dinge]] bei ihren [[wahren]] [[Namen]] [[nennend]]</i>, Cic. <i>fam</i>. 12.16, im Kompar. εὐθυρρημονέστερος; Poll. 3.119.<br><span class="ggns">• Adv.</span> εὐθυρρημόνως Clem.Alex.; Poll. 5.120.
}}
}}

Revision as of 16:58, 24 November 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: εὐθυρρήμων Medium diacritics: εὐθυρρήμων Low diacritics: ευθυρρήμων Capitals: ΕΥΘΥΡΡΗΜΩΝ
Transliteration A: euthyrrḗmōn Transliteration B: euthyrrēmōn Transliteration C: efthyrrimon Beta Code: eu)qurrh/mwn

English (LSJ)

ον, gen. ονος, (ῥῆμα) A plain-spoken, Cic.Fam. 12.16.3 (Comp.), Poll.5.119. Adv. -μόνως Id.4.24. II gloss on εὐθύγλωσσος, Sch.Pi.P.2.157.

French (Bailly abrégé)

ων, ον :
qui parle sans détour, franc;
Cp. εὐθυρρημονέστερος.
Étymologie: εὐθύς, ῥῆμα.

Greek (Liddell-Scott)

εὐθυρρήμων: εὐθύρρημον, (ῥῆμα) παρρησίᾳ ὁμιλῶν, ὁ λέγων τὰ πράγματα ὡς ἔχουσιν, εὐθυεπής, Κικ. Fam. 12. 16, Πολυδ. Ε΄, 119. - Ἐπίρρ. -μόνως, Κλήμ. Ἀλ. 493.

Greek Monolingual

εὐθυρρήμων, -ον (Α)
αυτός που μιλάει με ευθύτητα, αυτός που λέει τα πράγματα όπως είναι.
επίρρ...
εὐθυρρημόνως
με ελευθερία λόγου, με παρρησία.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ευθυ- + -ρήμων (< ρήμα < θ. ρη- του είρω «λέγω, δηλώνω», πρβλ. ρητός, ρηθήσομαι), πρβλ. κομπορρήμων, μεγαλορρήμων.

Greek Monotonic

εὐθυρρήμων: -ον (ῥῆμα), ντόμπρος, ειλικρινής, σε Κικ.

Middle Liddell

ῥῆμα
plain-spoken, Cic.

German (Pape)

ον, geradheraus redend, die Dinge bei ihren wahren Namen nennend, Cic. fam. 12.16, im Kompar. εὐθυρρημονέστερος; Poll. 3.119.
• Adv. εὐθυρρημόνως Clem.Alex.; Poll. 5.120.