λυγοτευχής: Difference between revisions
Τί ἐστι θάνατος; Αἰώνιος ὕπνος, ἀνάλυσις σώματος, ταλαιπωρούντων ἐπιθυμία, πνεύματος ἀπόστασις, πλουσίων φόβος, πενήτων ἐπιθυμία, λύσις μελῶν, φυγὴ καὶ ἀπόκτησις βίου, ὕπνου πατήρ, ἀληθινὴ προθεσμία, ἀπόλυσις πάντων. → What is Death? Everlasting sleep, the dissolution of the body, the desire of those who suffer, the departure of the spirit, the fear of rich men, the desire of paupers, the undoing of the limbs, flight from life and the loss of its possession, the father of sleep, an appointed day sure to be met, the breakup of all things.
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2") |
m (pape replacement) |
||
Line 27: | Line 27: | ||
{{mdlsj | {{mdlsj | ||
|mdlsjtxt=λῠγο-τευχής, ές [[τεύχω]]<br />made of withes, Anth. | |mdlsjtxt=λῠγο-τευχής, ές [[τεύχω]]<br />made of withes, Anth. | ||
}} | |||
{{pape | |||
|ptext=ές, <i>aus Weidenzweigen [[gemacht]], [[geflochten]]</i>, [[κύρτος]], Crinag. 27 (IX.562). | |||
}} | }} |
Revision as of 16:58, 24 November 2022
English (LSJ)
ές, made of withes, κύρτος AP9.562 (Crin.).
French (Bailly abrégé)
ής, ές :
travaillé avec de l'osier.
Étymologie: λύγος, τεύχω.
Russian (Dvoretsky)
λῠγοτευχής: сплетенный из ивовых прутьев, ивовый (κύρτος Anth.).
Greek (Liddell-Scott)
λῠγοτευχής: -ές, πεποιημένος ἐκ λυγαρ~ιᾶς, κύρτος Ἀνθ. Π. 9. 562.
Greek Monolingual
λυγοτευχής, -ές (Α)
κατασκευασμένος από κλαδιά λυγαριάς.
[ΕΤΥΜΟΛ. < λύγος «λυγαριά» + -τευχής (< τεῦχος < τεύχω «κατασκευάζω»), πρβλ. νεοτευχής, τοξοτευχής].
Greek Monotonic
λῠγοτευχής: -ές (τεύχω), φτιαγμένος από λυγαριά, σε Ανθ.
Middle Liddell
λῠγο-τευχής, ές τεύχω
made of withes, Anth.
German (Pape)
ές, aus Weidenzweigen gemacht, geflochten, κύρτος, Crinag. 27 (IX.562).