δρακόντειος: Difference between revisions
τίς γὰρ ἁδονᾶς ἄτερ θνατῶν βίος ποθεινὸς ἢ ποία τυραννίς; τᾶς ἄτερ οὐδὲ θεῶν ζηλωτὸς αἰών → What human life is desirable without pleasure, or what lordly power? Without it not even the life of the gods is enviable.
(CSV import) |
m (pape replacement) |
||
Line 32: | Line 32: | ||
}} | }} | ||
{{elmes | {{elmes | ||
|esmgtx=-ον [[de serpiente]] τὸ δὲ | |esmgtx=-ον [[de serpiente]] τὸ δὲ μέλαν· αἷμα δρακόντειον καὶ αἰθάλη χρυσοχοϊκή <b class="b3">la tinta: sangre de serpiente y polvo de orfebre</b> P IV 2004 ἐπάκουσόν μοι, ... ὁ καθήμενος ἐπὶ τῶν δρακοντείων θεῶν <b class="b3">escúchame tú, el que está sentado sobre los dioses con aspecto de serpiente</b> P XXIIb 12 | ||
}} | |||
{{pape | |||
|ptext=<i>vom [[Drachen]], [[drachenartig]]</i>; κρημνῶν Eur. <i>Phoen</i>. 1515; νῶτα, Schlangenrücken, Mel. 129 (XII.557); ποας Luc. <i>[[Philops]]</i>. 24. | |||
}} | }} |
Revision as of 17:03, 24 November 2022
English (LSJ)
ον, of a dragon, κρημνοί E.Ph.1315; νῶτα AP12.257 (Mel.); δειραί APl.4.90; πούς Luc.Philops.4.
Spanish (DGE)
-ον
• Morfología: [tard. frec. -ος, -α, -ον
1 del dragón, dragontino κρημνῶν ἐκ δρακοντείων = de los montes del dragón en Tebas, E.Ph.1315, ἅρμα δρακοντείοισιν ὑποζεύξασα χαλινοῖς Deméter, Orph.H.40.14, πούς ref. a Hécate, Luc.Philops.24, ὀστέα Hld.10.26.2, δειραί AP 16.90, κεφαλὴν ... δρακοντείαν ... μέγεθος οὖσαν ταύρου ... κατὰ κεφαλήν Dam.Isid.140, cf. Ath.Al.M.27.336D
• de serpiente, serpentino καμφθεῖσα δρακοντείοις ἴσα νώτοις AP 12.257 (Mel.), αἷμα PMag.4.2004, ἐθείρη Nonn.D.2.612, cf. Eun.Hist.42.53.
2 subst. ἡ δρακοντεία, v. δρακοντία.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
1 de dragon;
2 habité par des dragons.
Étymologie: δράκων.
Russian (Dvoretsky)
δρᾰκόντειος:
1) драконий, змеиный (νῶτα Anth.);
2) змеевидный (Ἐκάτης πούς Luc.);
3) обитаемый драконами или змеями (κρημνοί Eur.).
Greek (Liddell-Scott)
δρᾰκόντειος: -ον, ἀνήκων εἰς δράκοντα, Εὐρ. Φοιν. 1325, Ἀνθ. Π. 12. 257, Πλαν. 4, 90.
Greek Monolingual
-α, -ο (AM δρακόντειος, -ον
Μ και δρακόντεος, -ον)
1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται σε δράκο
2. αυτός που αναφέρεται ή αρμόζει στον νομοθέτη Δράκοντα
νεοελλ.
1. πολύ αυστηρός, αμείλικτος («δρακόντεια μέτρα», «δρακόντειοι νόμοι»)
2. αστρον. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον αστερισμό του δράκοντα
3. φρ. α) αστρον. «δρακόντειος μήνας» ή «δρακόντεια περίοδος» — το χρονικό διάστημα που μεσολαβεί μεταξύ δύο διελεύσεων της σελήνης από τον ίδιο σύνδεσμο
β) «δρακόντειο αίμα» — ρητινώδης, ερυθρωπός χυμός δέντρων της Ινδικής.
Greek Monotonic
δρᾰκόντειος: -ον (δράκων), αυτός που ανήκει σε δράκο, σε Ευρ., Ανθ.
Middle Liddell
δρᾰκόντειος, ον adj δράκων
of a dragon, Eur., Anth.
Léxico de magia
-ον de serpiente τὸ δὲ μέλαν· αἷμα δρακόντειον καὶ αἰθάλη χρυσοχοϊκή la tinta: sangre de serpiente y polvo de orfebre P IV 2004 ἐπάκουσόν μοι, ... ὁ καθήμενος ἐπὶ τῶν δρακοντείων θεῶν escúchame tú, el que está sentado sobre los dioses con aspecto de serpiente P XXIIb 12
German (Pape)
vom Drachen, drachenartig; κρημνῶν Eur. Phoen. 1515; νῶτα, Schlangenrücken, Mel. 129 (XII.557); ποας Luc. Philops. 24.