ἀκατέργαστος: Difference between revisions

From LSJ

Γυνὴ γὰρ οἴκῳ πῆμα καὶ σωτηρία → Mulier familiae pestis est, mulier salusBane and salvation to a house is woman → Die Frau ist nämlich Leid und Rettung für das Haus

Menander, Monostichoi, 85
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2")
m (pape replacement)
Line 21: Line 21:
{{grml
{{grml
|mltxt=-η, -ο (Α [[ἀκατέργαστος]], -ον) [[κατεργάζομαι]]<br />αυτός που δεν [[είναι]] κατεργασμένος, ο [[αδούλευτος]] ή ο [[άμορφος]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> αυτός που δεν έχει την απαραίτητη [[μόρφωση]], ο [[αμόρφωτος]]<br /><b>2.</b> ο [[άξεστος]] στους τρόπους<br /><b>αρχ.</b><br />ο [[ακαλλιέργητος]]<br />«[[ἀκατέργαστος]] γῆ»<br /><b>2.</b> [[αχώνευτος]], [[άπεπτος]]<br />«[[ἀκατέργαστος]] [[τροφή]]» (<b>Αριστοτ.</b> <i>Περί ζώων μορ</i>. 2, 3, 9)<br /><b>3.</b> ο [[δύσπεπτος]] (Γαλην. 6, 484).
|mltxt=-η, -ο (Α [[ἀκατέργαστος]], -ον) [[κατεργάζομαι]]<br />αυτός που δεν [[είναι]] κατεργασμένος, ο [[αδούλευτος]] ή ο [[άμορφος]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> αυτός που δεν έχει την απαραίτητη [[μόρφωση]], ο [[αμόρφωτος]]<br /><b>2.</b> ο [[άξεστος]] στους τρόπους<br /><b>αρχ.</b><br />ο [[ακαλλιέργητος]]<br />«[[ἀκατέργαστος]] γῆ»<br /><b>2.</b> [[αχώνευτος]], [[άπεπτος]]<br />«[[ἀκατέργαστος]] [[τροφή]]» (<b>Αριστοτ.</b> <i>Περί ζώων μορ</i>. 2, 3, 9)<br /><b>3.</b> ο [[δύσπεπτος]] (Γαλην. 6, 484).
}}
{{pape
|ptext=<i>nicht [[verarbeitet]], roh</i>, Longin.; – <i>[[unverdaut]]</i>, [[τροφή]] Arist. <i>part. an</i>. 2.3.9.
}}
}}

Revision as of 17:08, 24 November 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀκατέργαστος Medium diacritics: ἀκατέργαστος Low diacritics: ακατέργαστος Capitals: ΑΚΑΤΕΡΓΑΣΤΟΣ
Transliteration A: akatérgastos Transliteration B: akatergastos Transliteration C: akatergastos Beta Code: a)kate/rgastos

English (LSJ)

ον, A not cultivated, γῆ PTeb.61b32 (ii B. C.); not worked up, Longin.15.5; of bread, not thoroughly baked, Gal.6.484. II undigested, τροφή Arist.PA650a15, Diocl.Fr.43, etc.; indigestible, Xenocr.112, Gal.6.484.

Spanish (DGE)

-ον
• Grafía: graf. ἀκατείρ- PTeb.999.1.1.5 (II a.C.)
I fisiol. no elaborado, que no es sometido a un proceso de transformación del llamado ‘residuo sanguíneo’ de las hembras op. al de los machos, Arist.GA 766b23, τὸ αἷμα Steph.in Hp.Progn.192.5, τὸ στόμα τῆς ἀκατεργάστου τροφῆς πόρος ἐστί Arist.PA 650a15.
II gener.
1 no trabajado, no cultivado, baldío χέρσος PTeb.l.c., PXV Congr.15.16 (I d.C.), γῆ PTeb.61b.32 (II a.C.).
2 no elaborado del pan poco hecho, poco cocido Gal.6.484
fig. de ideas poco elaboradas Longin.15.5.
3 subst. τὸ ἀ. deformidad τὸ ἀκατέργαστόν μου εἴδοσαν οἱ ὀφθαλμοί σου tus ojos vieron mi deformidad LXX Ps.138.16.

Russian (Dvoretsky)

ἀκατέργαστος: непереработанный, непереваренный (τροφή Arst.).

Greek (Liddell-Scott)

ἀκατέργαστος: -ον, ὃν δὲν κατειργάσθη τις, ἄμορφος, Λογγῖν. 15. 5. ΙΙ. ἄπεπτος, ἀχώνευτος, τροφή, Ἀριστ. περὶ Μορ. Ζ. 2. 3, 9. - δύσπεπτος, Γαλην. 6. 484.

Greek Monolingual

-η, -ο (Α ἀκατέργαστος, -ον) κατεργάζομαι
αυτός που δεν είναι κατεργασμένος, ο αδούλευτος ή ο άμορφος
νεοελλ.
1. αυτός που δεν έχει την απαραίτητη μόρφωση, ο αμόρφωτος
2. ο άξεστος στους τρόπους
αρχ.
ο ακαλλιέργητος
«ἀκατέργαστος γῆ»
2. αχώνευτος, άπεπτος
«ἀκατέργαστος τροφή» (Αριστοτ. Περί ζώων μορ. 2, 3, 9)
3. ο δύσπεπτος (Γαλην. 6, 484).

German (Pape)

nicht verarbeitet, roh, Longin.; – unverdaut, τροφή Arist. part. an. 2.3.9.