σείριος: Difference between revisions
ἔνδον γὰρ ἁνὴρ ἄρτι τυγχάνει, κάρα στάζων ἱδρῶτι καὶ χέρας ξιφοκτόνους → yes, the man is now inside, his face and hands that have slaughtered with the sword dripping with sweat
m (Text replacement - "Apoll" to "Apoll") |
mNo edit summary |
||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=seirios | |Transliteration C=seirios | ||
|Beta Code=sei/rios | |Beta Code=sei/rios | ||
|Definition=ὁ, name of the < | |Definition=ὁ, name of the<br><span class="bld">A</span> [[dog-star]], [[Sirius]], whose visible heliacal rising marked the season of greatest [[heat]] (cf. Gem.17.39), Hes.''Op.'' 587,609, ''Sc.''153,397, Alc.39, E.''Hec.''1104 (lyr.); Σείριος κύων A.''Ag.'' 967, S.''Fr.''803; [[Σείριος ἀστήρ]] Hes.''Op.''417:—of the [[sun]], acc. to Hsch., in Archil.61, cf. [[ἀκτὶς Σειρία]] Lyc.397 and Sch. ad loc.; σ. [[ἠέλιος]] Orph.''A.''120; of [[stars]], Ibyc.3, Alcm.23.62, cf. E.''Fr.''779.8 cod. Longin., of a [[bright]] [[planet]], Id.''IA''7 (acc. to Theo Sm. p.146 H., dub., anap.).<br><span class="bld">2</span> Adj. [[destructive]], σείριαι νᾶες Tim.''Pers.'' 192.<br><span class="bld">3</span> [[σείριον πάθος]] = [[σειρίασις]], Sor.1.124.<br><span class="bld">4</span> [[σείριον]] (sc. [[ἱμάτιον]]), a [[light summer garment]], Harp. [[sub verbo|s.v.]] [[σείρινα]], Phot. [[sub verbo|s.v.]] [[σειρῆνα]]. (Suid. derives it from a form σείρ gen. [[σειρός]], = [[ἥλιος]], which is suspect.) | ||
}} | |||
{{pape | |||
|ptext== [[σειρός]], <i>heiß, [[brennend]], von der [[Sommerhitze]]</i>; τὸ σείριον, scil. [[ἱμάτιον]], <i>ein [[leichtes]] [[Sommerkleid]], Vetera Lexica</i> – Am häufigsten <i>vom Hundssterne, dem [[Sirius]]</i>, z.B. ἀστέρι Σειρίῳ Apoll.Rh. 2.524, Σειρίου [[κυνός]] Aesch. <i>Ag</i>. 967, τίς [[ἀστήρ]] … Σείριος Eur. <i>I.A</i>. 7, [[Ὠρίων]] ἢ Σείριος [[ἔνθα]] πυρὸς φλογέας ἀφίησιν ὄσσων αὐγάς <i>Hec</i>. 1103. – Archilochos soll die [[Sonne]] [[σείριος]] [[genannt]] haben, Ibykos alle [[Gestirne]] σείρια, wie z.B. Hesych. [[bezeugt]]: [[σείριος]]· ὁ [[ἥλιος]]. καὶ ὁ τοῦ κυνὸς [[ἀστήρ]]. – Σειρίου κυνὸς [[δίκην]]· [[Σοφοκλῆς]] (Fragm. Dindf. Oxon. 941) τὸν ἀστρῷον [[κύνα]]. ὁ δὲ Ἀρχίλοχος τὸν ἥλιον. Ἴβυκος δὲ πάντα τὰ ἄστρα. S. mehr bei Liebel Archiloch. frgm. 42 und bei Schneidewin Ibyc. frgm. 47. – Auch bei Hes. <i>O</i>. 417 hat man [[σείριος]] [[ἀστήρ]] für die [[Sonne]] [[genommen]], wohl mit [[Unrecht]]; [[unzweifelhaft]] der [[Hundsstern]] ist [[gemeint]] <i>O</i>. 609 εὖτ' ἂν δ' [[Ὠρίων]] καὶ Σείριος ἐς [[μέσον]] ἔλθῃ οὐρανόν, Ἀρκτοῦρον δ' ἐσίδῃ [[ῥοδοδάκτυλος]] [[Ἠώς]]; [[dagegen]] <i>Sc</i>. 153, 397 und <i>O</i>. 587 kann man bei [[σείριος]] [[vielleicht]] wieder an die [[Sonne]] [[denken]]. Spätere [[Dichter]] haben [[entschieden]] die [[Sonne]] [[σείριος]] [[genannt]], s. z.B. Orph. <i>Arg</i>. 121 [[ἦμος]] [[ὅτε]] τρισσὴν μὲν ἐλείπετο [[σείριος]] αἴγλην [[ἠέλιος]], δολιχὴ δ' ἐπεμαίετο [[πάντοθεν]] [[ὄρφνη]]. | |||
}} | }} | ||
{{bailly | {{bailly | ||
Line 30: | Line 33: | ||
{{mantoulidis | {{mantoulidis | ||
|mantxt=(=[[θερμός]], [[καυστικός]]). Ἀπό τό [[σειρός]] (=[[θερμός]]). Ἴσως εἶναι συγγενικό μέ τό [[εἵλη]] (=ζέστη τοῦ ἥλιου). | |mantxt=(=[[θερμός]], [[καυστικός]]). Ἀπό τό [[σειρός]] (=[[θερμός]]). Ἴσως εἶναι συγγενικό μέ τό [[εἵλη]] (=ζέστη τοῦ ἥλιου). | ||
}} | }} |
Revision as of 10:22, 25 November 2022
English (LSJ)
ὁ, name of the
A dog-star, Sirius, whose visible heliacal rising marked the season of greatest heat (cf. Gem.17.39), Hes.Op. 587,609, Sc.153,397, Alc.39, E.Hec.1104 (lyr.); Σείριος κύων A.Ag. 967, S.Fr.803; Σείριος ἀστήρ Hes.Op.417:—of the sun, acc. to Hsch., in Archil.61, cf. ἀκτὶς Σειρία Lyc.397 and Sch. ad loc.; σ. ἠέλιος Orph.A.120; of stars, Ibyc.3, Alcm.23.62, cf. E.Fr.779.8 cod. Longin., of a bright planet, Id.IA7 (acc. to Theo Sm. p.146 H., dub., anap.).
2 Adj. destructive, σείριαι νᾶες Tim.Pers. 192.
3 σείριον πάθος = σειρίασις, Sor.1.124.
4 σείριον (sc. ἱμάτιον), a light summer garment, Harp. s.v. σείρινα, Phot. s.v. σειρῆνα. (Suid. derives it from a form σείρ gen. σειρός, = ἥλιος, which is suspect.)
German (Pape)
= σειρός, heiß, brennend, von der Sommerhitze; τὸ σείριον, scil. ἱμάτιον, ein leichtes Sommerkleid, Vetera Lexica – Am häufigsten vom Hundssterne, dem Sirius, z.B. ἀστέρι Σειρίῳ Apoll.Rh. 2.524, Σειρίου κυνός Aesch. Ag. 967, τίς ἀστήρ … Σείριος Eur. I.A. 7, Ὠρίων ἢ Σείριος ἔνθα πυρὸς φλογέας ἀφίησιν ὄσσων αὐγάς Hec. 1103. – Archilochos soll die Sonne σείριος genannt haben, Ibykos alle Gestirne σείρια, wie z.B. Hesych. bezeugt: σείριος· ὁ ἥλιος. καὶ ὁ τοῦ κυνὸς ἀστήρ. – Σειρίου κυνὸς δίκην· Σοφοκλῆς (Fragm. Dindf. Oxon. 941) τὸν ἀστρῷον κύνα. ὁ δὲ Ἀρχίλοχος τὸν ἥλιον. Ἴβυκος δὲ πάντα τὰ ἄστρα. S. mehr bei Liebel Archiloch. frgm. 42 und bei Schneidewin Ibyc. frgm. 47. – Auch bei Hes. O. 417 hat man σείριος ἀστήρ für die Sonne genommen, wohl mit Unrecht; unzweifelhaft der Hundsstern ist gemeint O. 609 εὖτ' ἂν δ' Ὠρίων καὶ Σείριος ἐς μέσον ἔλθῃ οὐρανόν, Ἀρκτοῦρον δ' ἐσίδῃ ῥοδοδάκτυλος Ἠώς; dagegen Sc. 153, 397 und O. 587 kann man bei σείριος vielleicht wieder an die Sonne denken. Spätere Dichter haben entschieden die Sonne σείριος genannt, s. z.B. Orph. Arg. 121 ἦμος ὅτε τρισσὴν μὲν ἐλείπετο σείριος αἴγλην ἠέλιος, δολιχὴ δ' ἐπεμαίετο πάντοθεν ὄρφνη.
French (Bailly abrégé)
α, ον :
brûlant, ardent ; σείριος κύων ou subst. ὁ Σείριος l'étoile de Sirius ou la constellation de la Canicule.
Étymologie: cf. skr. surjas pour svarjas « soleil ».
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
σείριος -α -ον [σείω] gloeiend, brandend.
Russian (Dvoretsky)
σείριος: палящий, знойный, жгучий: σ. ἀστήρ Hes. и σ. κύων Aesch. = Σείριος.
Greek Monotonic
σείριος: ὁ (σειρός), αυτός που κατακαίει, που προξενεί εγκαύματα, ονομασία του άστρου του Κυνός, Λατ. Sirius, που χαρακτηρίζει την εποχή κατά την οποία επικρατούν οι πιο υψηλές θερμοκρασίες, δηλ. από τις 24 Αυγούστου ως τις 24 Σεπτεμβρίου, σε Ησίοδ., Ευρ.· ονομαζόταν Σείριος κυών, σε Αισχύλ.· Σείριος ἀστήρ, σε Ησίοδ.
Greek (Liddell-Scott)
σείριος: ὁ, (σειρός) ὁ κατακαίων, θέριος, θερμός, ὄνομα τοῦ κυνάστρου, Λατ. Sirius (ἴδε κύων V), ἐπειδή ὁ ἀστήρ οὗτος χαρακτηρίζει τήν ἐποχήν τῆς μεγίστης θερμότητος, δηλ. ἀπό 12 Αὐγούστου μέχρι 12 Σεπτεμβρίου (Ἰουλ. ἡμερολόγ.), ὅτε ὁ Σείριος δύει μετά τοῦ ἡλίου, Ἡσ. Ἔργ. καί Ἡμ. 505, 607, Ἀσπ. Ἡρ. 153, 397, Ἀρχίλ. 55, Εὐρ. Ἑκάβ. 1104, Ι. Α. 7· καλεῖται καὶ Σείριος κύων. Αἰσχύλ. Ἀγ. 967, Σοφ. Ἀποσπ. 941· Σείριος ἀστήρ, Ἡσ. Ἒργ. κ. Ἡμ. 415· Σείριον ἄστρον, Ἀρχίλ. 54. ― Ἔν τισι τῶν χωρίων τούτων παλαιοί ἑρμηνευταί ἑρμηνεύουσι τὴν λέξιν ὡς = ἥλιος, ἀλλ’ ἄνευ ἀνάγκης, ἴδε Göttl. εἰς Ἡσ. Ἔργ. κ. Ἡμ. 417· ἀλλ’ ἐν Ὀρφ. Ἀργ. 121, σ. ἠέλιος. 2) σείριον (δηλ. ἱμάτιον), Ἁρποκρ. Φώτ. (Ὁ Σουΐδ. ποιεῖται μνείαν τοῦ τύπου Σείρ· πρβλ. Σανσκρ. svar (caelnm), sûr-as, sûr-yas και Ζενδ. hvar-e (ὁ ἥλιος)· Λατ. sol· Γοτθ. Sauil· Ἀρχ. Σκανδιν. Sôl· Λιθ. Saul-e· ― αἱ λέξεις αὕται δύνανται ωσαύτως νὰ εἶναι συγγενεῖς τοῖς εἵλη, ἀλέα, σέλᾱς (πρβλ. Ἡσύχ., «βέλα (δηλ. Fέλα)· ἥλιος και αὐγὴ ὑπὸ Λακώνων»), ἀλλὰ διαφέρουσι τῶν ἡέλιος, ἥλιος, ἴδε ἥλιος ἐν τέλ., καί πιθανῶς διαφέρουσι τῶν σέλας, σελήνη, ἴδε σέλας ἐν τέλ.). ― Καθ’ Ἡσύχ.: «σείριος· ὁ ἥλιος καί ὁ τοῦ κυνὸς ἀστήρ».
Middle Liddell
σείριος, ὁ, σειρός
the scorcher, name of the dog-star, Lat. Sirius, which marks the season of greatest heat, i. e. Aug. 24 to Sept. 24, Hes., Eur.; called Σείριος κύων Aesch.; Σείριος ἀστήρ Hes.
Mantoulidis Etymological
(=θερμός, καυστικός). Ἀπό τό σειρός (=θερμός). Ἴσως εἶναι συγγενικό μέ τό εἵλη (=ζέστη τοῦ ἥλιου).