μαλακότης: Difference between revisions
διὸ καὶ μεταλάττουσι τὴν φυσικὴν χρῆσιν εἰς τὴν παρὰ φύσιν αἱ δοκοῦσαι παρθένοι τῶν εἰδώλων → therefore those professing to be virgins of the idols even change the natural use into the unnatural (Origen, commentary on Romans 1:26)
m (pape replacement) |
m (Text replacement - "<b class="num">(\d+)\)" to "<b class="num">$1") |
||
Line 14: | Line 14: | ||
}} | }} | ||
{{elru | {{elru | ||
|elrutext='''μᾰλᾰκότης:''' ητος ἡ<br /><b class="num">1 | |elrutext='''μᾰλᾰκότης:''' ητος ἡ<br /><b class="num">1</b> [[мягкость]] Plat., Arst.;<br /><b class="num">2</b> [[изнеженность]], [[вялость]], [[слабость]], Plut. | ||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls |
Revision as of 14:54, 25 November 2022
English (LSJ)
ητος, ἡ, A softness, opp. σκληρότης, Pl.R.523e, Tht.186b, Arist.Mete.382a9, al.; ἡ μ. ὕπνος Herod.6.71; μ. ἱματίων D.L.5.67: in plural, Pl.Cra.432b. 2 of climate, mildness, Thphr.HP3.5.4. II weakness, effeminacy, Plu.Oth.9.
French (Bailly abrégé)
ητος (ἡ) :
mollesse ; au mor. faiblesse.
Étymologie: μαλακός.
Russian (Dvoretsky)
μᾰλᾰκότης: ητος ἡ
1 мягкость Plat., Arst.;
2 изнеженность, вялость, слабость, Plut.
Greek (Liddell-Scott)
μᾰλᾰκότης: -ητος, ἡ, = μαλακία, ἰδιότης τοῦ μαλακοῦ, ἐν ἀντιθέσει πρὸς τὸ σκληρότης, Πλάτ. Πολ. 523Ε, Θεαίτ. 186Β, Ἀριστ., κτλ.· ἐν τῷ πληθ., Πλάτ. Κρατ. 432Β. ΙΙ. ἀδυναμία, ἀσθένεια, ἐκθήλυνσις, Πλουτ. Ὄθων 9.
Greek Monotonic
μᾰλᾰκότης: -ητος, ἡ, = μαλακία·
I. απαλότητα, σε Πλάτ. κ.λπ.
II. αδυναμία, εκθήλυνση, σε Πλούτ.
Middle Liddell
μᾰλᾰκότης, ητος, ἡ, [from μᾰλᾰκός] = μαλακία
I. softness, Plat., etc.
II. weakness, effeminacy, Plut.
English (Woodhouse)
German (Pape)
ητος, ἡ, Weichheit, im Gegensatz von σκληρότης, Plat. Rep. VII.523e, im plur., Crat. 432b und A.; Weichlichkeit, Plut. Oth. 9.