περίκλασις: Difference between revisions
Ὡς ἡδὺ δούλῳ δεσπότου χρηστοῦ τυχεῖν → Quam dulce servo lenem herum nanciscier → Wie froh macht einen Sklaven doch ein guter Herr
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{.*}}\n)({{elru.*}}\n)({{elnl.*}}\n)" to "$4$3$2$1") |
m (Text replacement - "<b class="num">(\d+)\)" to "<b class="num">$1") |
||
Line 20: | Line 20: | ||
}} | }} | ||
{{elru | {{elru | ||
|elrutext='''περίκλᾰσις:''' εως ἡ<br /><b class="num">1 | |elrutext='''περίκλᾰσις:''' εως ἡ<br /><b class="num">1</b> [[сгибание]] или [[согнутость]] (σώματος Plut.);<br /><b class="num">2</b> [[помятость]] (τῆς πόας Plut.);<br /><b class="num">3</b> физ. [[преломление]] или [[преломляемость]] (τοῦ αἰθέρος Plut.);<br /><b class="num">4</b> [[неровность]], [[пересеченность]] (τῶν τόπων Polyb.);<br /><b class="num">5</b> (о марше), [[движение по ломаной линии]], [[резкий поворот]], Polyb. | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml |
Revision as of 15:35, 25 November 2022
English (LSJ)
εως, ἡ, A twisting round, τῆς πόας Plu.2.325b (pl.); σώματος ib.45d. 2 breaking round or on something, π. τοῦ αἰθέρος Id.Lys.12; κάταγμα γιγνόμενον κατὰ περίκλασιν Gal.18(2).436. II wheeling round of an army, Plb.10.23.6,11.23.2; π. λαμβάνειν Plu.Flam.8. 2 generally, change of direction, of winds, Thphr.Vent.28. 3 modification, τοῦ κόσμου Stoic.2.300 (pl.). 4 Gramm., κατὰ περίκλασιν with the circumflex accent, D.T.630.2. III of ground, brokenness, ruggedness, Plb.3.104.4 (pl.).
German (Pape)
[Seite 579] ἡ, das Umbrechen, bes. das Herumführen des Heeres im Bogen, Pol. 10, 21, 6. 11, 23, 2; auch von unebenem Boden, 3, 104, 4 (s. das Folgde); Plut. plac. phil. 1, 4.
French (Bailly abrégé)
εως (ἡ) :
action de faire fléchir, de courber.
Étymologie: περικλάω.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
περίκλᾰσις -εως, ἡ [1. περικλάω] botsing:; λάμπειν ἀντερείσει καὶ περικλάσει τοῦ αἰθέρος (sterren) stralen door tegendruk en botsing van de lucht Plut. Lys. 12.4; milit. zwenking:. τοῦ δ’ εὐωνύμου... περίκλασιν λαμβάνοντος toen de linkervleugel een zwenking maakte Plut. Flam. 8.4.
Russian (Dvoretsky)
περίκλᾰσις: εως ἡ
1 сгибание или согнутость (σώματος Plut.);
2 помятость (τῆς πόας Plut.);
3 физ. преломление или преломляемость (τοῦ αἰθέρος Plut.);
4 неровность, пересеченность (τῶν τόπων Polyb.);
5 (о марше), движение по ломаной линии, резкий поворот, Polyb.
Greek Monolingual
-άσεως, ἡ, ΜΑ περικλώ
κυκλική κάμψη, συστροφή
αρχ.
1. κάμψη, λύγισμα
2. (για στρατό) περιστροφή σε σχήμα τόξου
3. κυκλική, πλήρης ανάκλαση («λάμπειν μὲν ἀντερείσει καὶ περικλάσει τοῦ αἰθέρος», Λυσ.)
4. (για άνεμο) αλλαγή διεύθυνσης, πορείας
5. τροποποίηση
6. (για έδαφος) ανωμαλία, τραχύτητα
7. φρ. «κατὰ περίκλασιν»
γραμμ. με περισπωμένη.
Greek Monotonic
περίκλᾰσις: ἡ, πετρώδες έδαφος, τραχύτητα εδάφους, σε Πολύβ.
Greek (Liddell-Scott)
περίκλᾰσις: ἡ, λύγισμα, κάμψις, τῆς πόας Πλούτ. 2. 325Β· σώματος αὐτόθι 45D. ΙΙ. ἡ στροφὴ ἢ περιστροφὴ στρατοῦ, Πολύβ. 10. 21, 6., 11. 23, 2· - μεταφορ., ἐπὶ ἀνέμων, Θεοφρ. π. Ἀνέμ. 28· π. τοῦ αἰθέρος Πλουτ. Λύσ. 12. ΙΙΙ. ἐπὶ ἐδάφους, τραχύτης, τὸ πετρῶδες, Πολύβ. 3. 104, 4.
Middle Liddell
περίκλᾰσις, εως,
ruggedness of ground, Polyb.