ἀμφίπυρος: Difference between revisions

From LSJ

Δέσποινα γὰρ γέροντι νυμφίῳ γυνή → Mulier fit domina sponso, simulac senuerit → Die Frau beherrscht, sobald er alt, den Bräutigam

Menander, Monostichoi, 129
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2")
m (Text replacement - "<b class="num">(\d+)\)" to "<b class="num">$1")
Line 20: Line 20:
}}
}}
{{elru
{{elru
|elrutext='''ἀμφίπῠρος:'''<br /><b class="num">1)</b> [[объятый огнем]] ([[τρίπους]] Soph.; βροντά, πεῦκαι Eur.);<br /><b class="num">2)</b> [[носящий по факелу в каждой руке]] ([[Ἄρτεμις]] Soph.).
|elrutext='''ἀμφίπῠρος:'''<br /><b class="num">1</b> [[объятый огнем]] ([[τρίπους]] Soph.; βροντά, πεῦκαι Eur.);<br /><b class="num">2</b> [[носящий по факелу в каждой руке]] ([[Ἄρτεμις]] Soph.).
}}
}}
{{ls
{{ls

Revision as of 17:20, 25 November 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀμφίπῠρος Medium diacritics: ἀμφίπυρος Low diacritics: αμφίπυρος Capitals: ΑΜΦΙΠΥΡΟΣ
Transliteration A: amphípyros Transliteration B: amphipyros Transliteration C: amfipyros Beta Code: a)mfi/puros

English (LSJ)

ον, (πῦρ) A with fire at each end, of the double-pointed thunderbolt, E.Ion212; βροντά Id.Hipp.559; δειράδες Παρνασοῦ . . ἵνα Βάκχιος ἀμφιπύρους ἀνέχων πεύκας . . πηδᾶ with twin fires, of two peaks of Parnassus, Id.Ion716; of Artemis as bearing a torch in either hand, S.Tr.214 (lyr.). II with fire all round, τρίποδες Id.Aj.1405.

Spanish (DGE)

(ἀμφίπῠρος) -ον
I 1que lleva fuego en ambas puntas κεραυνός E.Io 212, βροντά E.Hipp.559, φλογμός E.Hec.473, cf. Sch.ad loc.
2 que lleva antorchas en las dos manos Ἄρτεμις S.Tr.214, ἀ. ἀνέχων πεύκας blandiendo una antorcha en cada mano E.Io 716.
II lamido por el fuego en torno τρίπους S.Ai.1405.

German (Pape)

[Seite 142] rings von Feuer umgeben, umflammt, Soph., τρίπους Ai. 1384; Tr. 213 Artemis, mit zwei Fackeln; Eur., κεραυνός Ion 213 ch.; βροντή Hipp. 559; πεῦκαι Ion 716.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
1 qui est en feu tout autour ; ἀμφίπυρος βροντά EUR le foudre enflammé, càd Zeus armé du foudre;
2 qui porte une torche dans chaque main (Artémis).
Étymologie: ἀμφί, πῦρ.

Russian (Dvoretsky)

ἀμφίπῠρος:
1 объятый огнем (τρίπους Soph.; βροντά, πεῦκαι Eur.);
2 носящий по факелу в каждой руке (Ἄρτεμις Soph.).

Greek (Liddell-Scott)

ἀμφίπῠρος: ον (πῦρ) ὁ ἔχων πῦρ εἰς ἑκάτερον ἄκρον, ἐπὶ τοῦ διπλῆν ἔχοντος αἰχμὴν κεραυνοῦ. Εὐρ. Ἴων 213· δειράδες Παρνασσοῦ ..., ἵνα Βάκχιος ἀμφυπύρους ἀνέχων πεύκας ... πηδᾷ, ἐν ἀναφορᾷ πρὸς τὰς δύο κορυφὰς τοῦ Παρνασσοῦ (πρβλ. δίλοφος, δικόρυφος), αὐτόθι 716· οὕτως ἐν Σοφ. Τρ. 214, ἐπίθ. τῆς Ἀρτέμιδος ὡς φερούσης πυρσὸν ἐν ἑκατέρᾳ χειρί, πρβλ. Ο. Τ. 206. ΙΙ. ὁ περιβαλλόμενος ὑπὸ πυρός, τρίποδες Σοφ. Αἴ. 1405 (πρβλ. ἀμφιβαίνω ΙΙ.).

Greek Monolingual

ἀμφίπυρος, -ον (Α)
1. αυτός που έχει φωτιά στα δύο του άκρα
2. αυτός που φλέγεται ολόγυρα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἀμφι- + -πυρος < πῦρ].

Greek Monotonic

ἀμφίπῠρος: -ον (πῦρ), αυτός που έχει φωτιά στα δύο άκρα, λέγεται για το αστροπελέκι, σε Ευρ.· καθώς λέγεται και για την Άρτεμη που έφερε από έναν πυρσό σε κάθε χέρι, σε Σοφ.
II. με φωτιά ολόγυρα, στον ίδ.

Middle Liddell

[πῦρ]
I. with fire at each end, of the thunder-bolt, Eur.; of Artemis as bearing a torch in either hand, Soph.
II. with fire all round, Soph.