ἐφάπαξ: Difference between revisions

From LSJ

Γυναικὶ δ' ἄρχειν οὐ δίδωσιν ἡ φύσις → Natura quippe feminae imperium negat → Der Frau jedoch versagt zu herrschen die Natur

Menander, Monostichoi, 100
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2")
Tags: Mobile edit Mobile web edit
m (Text replacement - "<b class="num">(\d+)\)" to "<b class="num">$1")
Line 17: Line 17:
}}
}}
{{elru
{{elru
|elrutext='''ἐφάπαξ:''' adv.<br /><b class="num">1)</b> [[раз навсегда]] NT;<br /><b class="num">2)</b> [[сразу]], [[одновременно]] NT;<br /><b class="num">3)</b> [[один раз]], [[однажды]] NT.
|elrutext='''ἐφάπαξ:''' adv.<br /><b class="num">1</b> [[раз навсегда]] NT;<br /><b class="num">2</b> [[сразу]], [[одновременно]] NT;<br /><b class="num">3</b> [[один раз]], [[однажды]] NT.
}}
}}
{{ls
{{ls

Revision as of 18:31, 25 November 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐφάπαξ Medium diacritics: ἐφάπαξ Low diacritics: εφάπαξ Capitals: ΕΦΑΠΑΞ
Transliteration A: ephápax Transliteration B: ephapax Transliteration C: efapaks Beta Code: e)fa/pac

English (LSJ)

[ᾰπ], Adv. A once for all, Eup. 175, Ep.Rom.6.10, Ep.Hebr. 7.27, etc. II at once, Ep.Cor.15.6.

German (Pape)

[Seite 1112] für einmal, auf einmal, Sp., wie Luc.

French (Bailly abrégé)

adv.
1 une fois pour toutes;
2 pour une fois NT.
Étymologie: ἐπί, ἅπαξ.

Russian (Dvoretsky)

ἐφάπαξ: adv.
1 раз навсегда NT;
2 сразу, одновременно NT;
3 один раз, однажды NT.

Greek (Liddell-Scott)

ἐφάπαξ: Ἐπίρρ., ἅπαξ μόνον, μίαν φορὰν μόνον, Εὔπολις ἐν «Κόλαξιν» Α. Β. 96. 17, Ἐπιστ. π. Ρωμ. ς΄, 10, π. Ἑβρ. ζ΄, 27, κτλ. ΙΙ. παρευθύς, Ἐπιστ. Α΄, π. Κορ. ιε΄, 6.

English (Strong)

from ἐπί and ἅπαξ; upon one occasion (only): (at) once (for all).

English (Thayer)

(Treg. in Heb. ἐφ' ἅπαξ; cf. Lipsius, gram. Unters., p. 127), adverb (from ἐπί and ἅπαξ (cf. Winer's Grammar, 422 (393); Buttmann, 321 (275))), once; at once i. e.
a. our all at once: once for all: Lucian, Dio Cassius, others.)

Greek Monolingual

ἐφάπαξ)
επίρρ. για μια φορά, μια και καλή, μια για πάντα («τοῦτο γὰρ ἐποίησεν [ο Ιησούς] ἐφάπαξ ἑαυτὸν ἀνενέγκας», ΚΔ)
νεοελλ.
1. (για χρηματικά ποσά) σε μία μόνο δόση, για μια φορά, κυρίως για χρηματική παροχή σε υπάλληλο που εξέρχεται από την υπηρεσία του («θα πάρει σύνταξη και επτακόσιες χιλιάδες εφάπαξ»)
2. (ως ουσ. με άρθρο) το εφάπαξ
το καθορισμένο από τον νόμο χρηματικό ποσό που παίρνει ύστερα από πολυετή υπηρεσία ο υπάλληλος που αποχωρεί λόγω ορίου ηλικίας ή για άλλη αιτία («με το εφάπαξ θα αγοράσω ένα αυτοκίνητο»)
αρχ.
αμέσως, συγχρόνως, την ίδια στιγμή.
[ΕΤΥΜΟΛ. < επί + ἅπαξ.

Greek Monotonic

ἐφάπαξ: επίρρ.:
I. άπαξ μόνο, μια φορά μόνο, σε Καινή Διαθήκη κ.λπ.
II. αμέσως, παραχρήμα, την ίδια την στιγμή που γίνεται λόγος για κάτι, παρευθύς, στο ίδ.

Middle Liddell


I. once for all, NTest., etc.
II. at once, at the same time, NTest.

Chinese

原文音譯:™f£pax 誒弗-阿爬士
詞類次數:副詞(5)
原文字根:在上-一次
字義溯源:有一次,只有一次;由(ἐπί)*=在⋯上)與(ἅπαξ)*=一次)組成
出現次數:總共(5);羅(1);林前(1);來(3)
譯字彙編
1) 只一次(2) 來7:27; 來9:12;
2) 一次的(1) 來10:10;
3) 有一次(1) 林前15:6;
4) 只有一次(1) 羅6:10