ὕπερος: Difference between revisions

From LSJ

οὐ γὰρ πράξιν ἀγαθὴν, ἀλλὰ καὶ εὖ ποεῖν αὐτὴν → it does not suffice to do good–one must do it well

Source
m (Text replacement - "VLL</i>" to "Vetera Lexica</i>")
m (Text replacement - "<b class="num">(\d+)\)" to "<b class="num">$1")
Line 14: Line 14:
}}
}}
{{elru
{{elru
|elrutext='''ὕπερος:''' ὁ<br /><b class="num">1)</b> [[пест]] Hes., Her.: ὑπέρου [[περιτροπή]] Plat., Plut. вращение песта (о бесполезном труде);<br /><b class="num">2)</b> [[булава]], [[дубинка]] Plut., Luc.
|elrutext='''ὕπερος:''' ὁ<br /><b class="num">1</b> [[пест]] Hes., Her.: ὑπέρου [[περιτροπή]] Plat., Plut. вращение песта (о бесполезном труде);<br /><b class="num">2</b> [[булава]], [[дубинка]] Plut., Luc.
}}
}}
{{ls
{{ls

Revision as of 18:50, 25 November 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ὕπερος Medium diacritics: ὕπερος Low diacritics: ύπερος Capitals: ΥΠΕΡΟΣ
Transliteration A: hýperos Transliteration B: hyperos Transliteration C: yperos Beta Code: u(/peros

English (LSJ)

ὁ, or ὕπερον, τό, v. infr.:—
A pestle, ὕπερον δὲ τρίπηχυν Hes. Op.423; λεήναντες ὑπέροισι Hdt.1.200; ὑπέρου μοι περιτροπὴ γενήσεται, prov. of never-ending and ineffectual labour, Pl.Com.1, cf. Pl.Tht.209e, Philem.30, Plu.2.1072b; so εἰ ἐς ὅλμον ὕδωρ ἐκχέας ὑπέρῳ σιδηρῷ πτίττοι Luc.Herm.79; ὕπερα σιδηρᾶ Poll.7.107, with which Bgk. compared . . έροις σιδηροῖς, the mutilated title of a successful comedy in IG14.1097.
II anything shaped like a pestle,
1 club, cudgel, Plu.Alex.63, Luc.Demon.48.
2 lever for stretching dislocated joints, Hp.Fract.13, al.
III like πηνίον, a pupa of a geometrid moth, Arist.HA551b6.—The form ὕπερον, τό, is found in Hesperia5.383 (Athens, v B. C., pl.), Hp.Art.5,78, Plb.1.22.7, PRyl.167.14 (pl., i A.D.), Luc.Philops.35, Poll.1.245, 7.107, 10.114, EM779.48; whereas none of the other passages in which the word occurs prove anything about the gender, except Hes. l.c.; whence it has been suggested that τρίπηχυ should be read there, and ὕπερον, τό, received as the only form.

French (Bailly abrégé)

ου (ὁ) :
1 pilon à mortier : ὑπέρου περιτροπή mouvement d'un pilon qu’on tourne, càd mouvement qu’on se donne sans avancer (piétiner sur place);
2 p. anal. massue.
Étymologie: DELG ὑπέρ.

Russian (Dvoretsky)

ὕπερος:
1 пест Hes., Her.: ὑπέρου περιτροπή Plat., Plut. вращение песта (о бесполезном труде);
2 булава, дубинка Plut., Luc.

Greek (Liddell-Scott)

ὕπερος: ὁ, ἢ ὕπερον, τό, ἴδε κατωτ.· - κόπανος, κυρίως ξύλινος, (οὐχὶ δοίδοξ = γουδοχέρι), «ὕπερον, λάκτην, ναγέα, τριβέα, ἢ κόπανον» (Τζέτζ.), ὅλμον μέν τριπόδην τάμνειν ὕπερόν τε τρίπηχυν Ἡσ. Ἔργ. κ. Ἡμ. 421· (ὁ ὅλμος σήμερον ὀνομάζεται διὰ τῆς Τουρκ. λ. ντουμπέκι, ὁ δὲ ὕπερος κόπανος, ἴδε Ἰωακ. Βαλαβάνη διατριβὴν ἐν Παρνασσ. τ. ΙΑ΄, σ. 374, καὶ σημ. ἐν τῇ ἐκδ. Ἡσ. ὑπὸ Κ. Σίττλ.)· λεήναντες ὑπέροισι Ἡρόδ. 1. 200· ὑπέρου μοι περιτροπὴ γενήσεται, παροιμία ἐπὶ ἀτελευτήτου καὶ ἀνωφελοῦς κόπου, ἐπὶ τῶν ταὐτὰ ποιούντων καὶ μηδὲν περαινόντων» (Φώτ.), Πλάτ. Κωμικ. ἐν «Ἀδώνιδι» 2, πρβλ. Πλάτ. Θεαίτ. 209Ε, Φιλήμων ἐν «Ἥρωσιν» 1, Πλούτ. 2. 1072Β οὕτως, εἰς ὅλμον ὕδωρ ἐγχέαντα ὑπέρῳ σιδηρῷ πτίττειν Λουκ. Ἑρμότ. 79, κλπ., ἴδε Παροιμιογρ.· ὕπερα σιδηρᾶ Πολυδ. Ζ΄, 107, πρὸς ὃ ὁ L. Dind. παραβάλλει τὴν ἠκρωτηριασμένην ἐπιγραφὴν κωμῳδίας τινός... έροις σιδηροῖς ἐν Συλλ. Ἐπιγρ. 229. ΙΙ. πᾶν πρᾶγμα ἔχον τὸ σχῆμα ὑπέρου. 1) κορύνη, ῥόπαλον, «κόπανος», Πλουτ. Ἀλέξ. 63, Λουκ. Δημώνακτ. βίος 48. 2) μοχλὸς δι’ οὗ ἐπανέφερον εἰς τὴν θέσιν των μέλη ἐξηρθρωμένα, Ἱππ. 760Η. - Ὁ τύπος ὕπερον, τό, εὕρηται παρ’ Ἱππ. περὶ Ἄρθρ. 782, Πολύβ. 1. 22, 7, Λουκ. Φιλοψ. 35, Πολυδ. Α΄, 245, Ζ΄, 107, Ι΄, 114, Ἐτυμολ. Μέγ. 779. 48· ἐν ᾧ ἐξ οὐδενὸς τῶν λοιπῶν χωρίων δυνάμεθα νὰ βεβαιωθῶμέν τι περὶ τοῦ γένους πλὴν τοῦ μνημονευθέντος χωρίου τοῦ Ἡσιόδου· διὸ ἔχει προταθῇ ἐν τῷ χωρίῳ ἐκείνῳ νὰ ἀναγνωσθῇ: τρίπηχυ, νὰ γείνῃ δὲ δεκτὸς ὁ τύπος ὕπερον, τό, ὡς ὁ μόνος τύπος τῆς λέξεως.

Greek Monotonic

ὕπερος: ὁ ή ὕπερον, τό,
I. κόπανος, γουδοχέρι για κοπάνισμα και τρίψιμο, σε Ησίοδ., Ηρόδ.
II. οτιδήποτε έχει σχήμα κόπανου, γουδοχεριού, ρόπαλο, ραβδί, στειλιάρι, σε Πλούτ., Λουκ.

Middle Liddell

ὕπερος, ὁ,
I. a pestle to bray and pound with, Hes., Hdt.
II. anything shaped like a pestle, a club, cudgel, Plut., Luc.

Translations

pestle

Akkadian: 𒄑𒃶𒈾, 𒈠𒁖𒆪; Aklanon: hae-o; Arabic: مِدَقَّة‎, يَد‎, دَسْتَج‎; Aramaic Babylonian: אוּרְדּ֧כָא‎, absolute state אוּרְדָּךְ‎; Palestinian: בוכנה‎; Classical Syriac: ܡܪܫܐ‎, ܕܳܩܘܿܩܳܐ‎, ܒܘܽܟܳܢܳܐ‎; Armenian: սանդաթակ, սանդաթակի, սանդիտոռ, սանդակոթ; Old Armenian: տոռն; Azerbaijani: həvəng dəstəsi; Belarusian: песцік; Bikol Central: halo; Bulgarian: токмак, пестик, чукало, тлъчок, тлъ́чник, бияло; Burmese: ကျည်ပွေ့; Catalan: mà de morter, maça; Cebuano: alho; Chinese Mandarin: 碓; Classical Nahuatl: texōlōtl; Dutch: stamper; Estonian: uhmrinui; Finnish: petkel, survin; French: pilon; Galician: mazarelo; German: Stößel, Mörserkeule, Stampfer; Greek: γουδοχέρι; Ancient Greek: ἀλατρίβανος, ἀλετρίβανος, ἁλοτρίβανος, ἁλότριψ, δοίδυξ, δοῖδυξ, ναγεύς, τριπτήρ, ὕπερος; Hebrew: מָדוֹךְ‎, עֱלִי‎; Higaonon: hal-u; Hiligaynon: hal-u; Hungarian: mozsártörő; Ibanag: alu; Ilocano: alo; Indonesian: alu, antan; Irish: tuairgnín; Isnag: allo; Italian: pestello; Japanese: 擂粉木; Javanese: alu; Kazakh: келсап; Korean: 방앗공이, 절굿공이, 막자; Koyraboro Kurdish Central Kurdish: دەسکەوان‎, دەسکاوِنگ‎, دەساوان‎; Latin: pistillum; Macedonian: толчник; Maguindanao: endu; Makasar: alu; Malay: perosak, alu, pengentak; Mansaka: aro; Maori: paoi, ngahiri, morenga, pōtuki, kuru; Maranao: ndo; Mongolian: нүдүүр; Northern Old Javanese: antan; Polish: tłuczek; Portuguese: pilão; Romanian: pistil; Russian: пест, пестик, толкач; Scots: champer; Scottish Gaelic: plocan; Serbo-Croatian Cyrillic: тучак; Roman: túčak; Sorbian Lower Sorbian: pěsta, tłucnik; Spanish: mano, maneta, maja, macilla, palo; Sundanese: halu; Swahili: mpini; Swedish: mortelstöt; Tagalog: pambayo, halo, pandikdik, panligis; Tausug: halu; Tetum: alu; Thai: สาก; Turkish Ottoman: طوقماق‎; Modern: tokmak; Ukrainian: пестик; Vietnamese: chày; Welsh: pestl; Western Bukidnon Manobo: andu; Yakan: hellu; Yiddish: אייבערשטע‎ פֿון שטייסל‎; Yoruba: ọmọdó

German (Pape)

ὁ,
1 die Mörserkeule; Hes. O. 425; Her. 1.200. sprichwörtlich ὑπέρου περιστροφή oder περιτροπή, von Einem, der sich stets in demselben Kreise herumdreht, immer von derselben Sache spricht, Plat. Theaet. 209d. S. auch ὕπερον.
2 der Türklopfer, Vetera Lexica.