φορύσσω: Difference between revisions

From LSJ

κέρκος τῇ ἀλώπεκι μαρτυρεῖ → you can tell a fox by its tail, small traits give the clue to the character of a person

Source
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2")
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(<\/b>) ([a-zA-ZÀ-ÿ'Œœ ]+), ([a-zA-ZÀ-ÿŒœ ]+);" to "$1 $2, $3;")
Line 14: Line 14:
}}
}}
{{bailly
{{bailly
|btext=<i>part. ao.</i> φορύξας;<br /><b>1</b> souiller, salir;<br /><b>2</b> mêler.<br />'''Étymologie:''' [[φορύνω]].
|btext=<i>part. ao.</i> φορύξας;<br /><b>1</b> [[souiller]], [[salir]];<br /><b>2</b> mêler.<br />'''Étymologie:''' [[φορύνω]].
}}
}}
{{elru
{{elru

Revision as of 18:20, 28 November 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: φορύσσω Medium diacritics: φορύσσω Low diacritics: φορύσσω Capitals: ΦΟΡΥΣΣΩ
Transliteration A: phorýssō Transliteration B: phoryssō Transliteration C: forysso Beta Code: foru/ssw

English (LSJ)

Act. only in aor. part. and inf., φορύξας, -αι (v.infr.):— Med., aor. ἐφορύξατο Nic.Th.203:—Pass., pres. φορύσσεται Opp. H.5.269; pf. πεφόρυγμαι (v. infr.):—defile, φορύξας αἵματι Od.18.336; ὕδατι φορύξαι mix up, Hp.Mul.1.74; μέλιτι ἑφθῷ φορύξαντα καὶ φυρήσαντα Id.Steril.221, cf. VM3:—Pass., πεφορυγμένον ἰῷ Nic.Th. 302, cf. Q.S.12.550: c. gen., ἰοῦ Opp.C.1.381; λύθροιο φορύσσεται Id.H.5.269.

German (Pape)

[Seite 1301] = Vorigem; φορύξας αἵματι, nachdem er mit Blut bespritzt, besudelt hat, Od. 18, 336; πεφορυγμένος ἰῷ Nic. Th. 302; ἐφορύξατο γυῖα πηλῷ ἀλινδηθείς 204; vgl. Opp. Cyn. 1, 381.

French (Bailly abrégé)

part. ao. φορύξας;
1 souiller, salir;
2 mêler.
Étymologie: φορύνω.

Russian (Dvoretsky)

φορύσσω: марать, пачкать (φορύξας αἵματι Hom.).

Greek (Liddell-Scott)

φορύσσω: ἐνεργ. μόνον ἐν τῇ μετοχ. τοῦ ἀορ. φορύξας, ἴδε κατωτ. ― Μέσ. ἀόρ. ἐφορύξατο Νικ. Θηρ. 203. ― Παθ., ἐνεστ· φορύσσεται Ὀππ. Ἁλ. 5. 269· πρκμ. πεφόρυγμαι. Ὡς τὸ φορύνω, μολύνω, μιαίνω, κηλιδῶ, φορύξας αἵματι Ὀδ Σ. 336· ὓδατι φορύξαι, σχεδὸν ὡς τὸ φυρῆσαι, ᾱναμῖξαι, Ἱππ, 619. 49· μέλιτι ἑφθῷ φορύξαντα καὶ φυρήσαντα ὁ αὐτ. 679, 34, πρβλ. περὶ Ἀρχ. Ἰητρ. 9. 39. ― Παθητ., πεφορυγμένος ἰῷ Νικ. Θηρ. 302, πρβλ. Κόϊντ. Σμ. 12. 500. ἰοῦ Ὀππ. Κυν, 1. 380· ὡσαύτως μετὰ γενικ., λύθροιο φορύσσεται Ὀππ. Ἁλ. 5. 269.

English (Autenrieth)

(parallel form of φορύνω), aor. part. φορύξᾶς: defile, Od. 18.336†.

Greek Monolingual

Α
1. ανακατεύω, ζυμώνω («μέλιτι ἑφθῷ φορύξαντα καὶ φυρήσαντα», Ιπποκρ.)
2. κηλιδώνω, λερώνω («φορύξας αἵματι πολλῷ», Ομ. Οδ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. Το ρ. φορύσσω (< φορυκjω) έχει σχηματιστεί από το θ. φορῠ- (βλ. λ. φορύνω) με ουρανική παρέκταση -κ- (πρβλ. θρῆνυ-ς: θρῆνυξ, μῶλυ-ς: μῶλυξ) και ενεστ. επίθημα - (πρβλ. μορύσσω, πλάσσω)].

Greek Monotonic

φορύσσω: αόρ. αʹ μτχ. φορύξας, μολύνω, σε Ομήρ. Οδ. (αμφίβ. προέλ.).

Middle Liddell

φορύσσω,
to defile, Od. [deriv. uncertain]