φυτουργός: Difference between revisions

From LSJ

ἀλλ᾽ ἀμφὶ τοῖς σφαλεῖσι μὴ 'ξ ἑκουσίας ὀργὴ πέπειρα → to those who err in judgment, not in will, anger is gentle | men's wrath is softened toward those who have erred unwittingly

Source
m (Text replacement - "<b class="num">(\d+)\)" to "<b class="num">$1")
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(<\/b>) ([a-zA-ZÀ-ÿ'Œœ ]+), ([a-zA-ZÀ-ÿŒœ ]+);" to "$1 $2, $3;")
Line 14: Line 14:
}}
}}
{{bailly
{{bailly
|btext=ός, όν :<br /><b>1</b> qui travaille à la culture des plantes, jardinier;<br /><b>2</b> qui plante ; <i>fig.</i> qui engendre, créateur ; <i>abs.</i> ὁ [[φυτουργός]] père ; <i>en gén.</i> auteur, créateur d'une chose.<br />'''Étymologie:''' [[φυτόν]], [[ἔργον]].
|btext=ός, όν :<br /><b>1</b> [[qui travaille à la culture des plantes]], [[jardinier]];<br /><b>2</b> qui plante ; <i>fig.</i> qui engendre, créateur ; <i>abs.</i> ὁ [[φυτουργός]] père ; <i>en gén.</i> auteur, créateur d'une chose.<br />'''Étymologie:''' [[φυτόν]], [[ἔργον]].
}}
}}
{{elru
{{elru

Revision as of 18:20, 28 November 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: φῠτουργός Medium diacritics: φυτουργός Low diacritics: φυτουργός Capitals: ΦΥΤΟΥΡΓΟΣ
Transliteration A: phytourgós Transliteration B: phytourgos Transliteration C: fytourgos Beta Code: futourgo/s

English (LSJ)

όν, A tending plants or trees, φ. δένδρων Secund.Sent.16: as substantive, planter, gardener, φ. ἱεροὶ Ἀπόλλωνος SIG22 (Epist.Darei), cf. APl.4.255, Plu.2.2b. II metaph., begetting, generating, πατὴρ φ. A.Supp.592 (lyr.); τοῦ φ. πατρός S.OT1482; ὁ φ. (without πατήρ) E.Tr.481; φυτουργὸς Θέτιδος Id.IA949; in later Prose, πατέρα καὶ φ. Jul.Or.2.83a. 2 creator, author, Pl.R.597d.

German (Pape)

[Seite 1320] Gewächse bearbeitend, pflegend, bes. Gartengewächse u. Bäume, der Gärtner, auch Winzer, Ep. ad. 235 (Plan. 255). – Übertr., der erste natürliche Urheber, Plat. Rep. X, 597 d; – der Erzeuger, Aesch. Suppl. 587, Soph. O. R. 1482, Eur. I. A. 949 Troad. 481.

French (Bailly abrégé)

ός, όν :
1 qui travaille à la culture des plantes, jardinier;
2 qui plante ; fig. qui engendre, créateur ; abs.φυτουργός père ; en gén. auteur, créateur d'une chose.
Étymologie: φυτόν, ἔργον.

Russian (Dvoretsky)

φῠτουργός:
1 растениевод, садовник Plut.;
2 (тж. φ. πατήρ Aesch.) родитель, отец Trag.;
3 создатель, творец (τινος Plat.).

Greek (Liddell-Scott)

φῠτουργός: -όν, (ἔργον) ὁ καλλιεργῶν φυτά· ὡς οὐσιαστ., κηπουρός, ἀμπελουργός, Ἀνθ. Πλαν. 255, Πλούτ. 2. 2Β. ΙΙ. μεταφορ., πατὴρ φ. Αἰσχύλ. Ἱκέτ. 592· τοῦ φ. πατρὸς Σοφ. Ο. Τ. 1482· οὕτως, ὁ φυτουργός (ἄνευ τοῦ πατήρ), Εὐρ. Τρῳ. 481· φυτουργὸς Θέτιδος ὁ αὐτ. ἐν Ι. Α. 949. 2) ὁ δημιουργός, ὁ πρωτουργὸς πράγματός τινος, Πλάτ. Πολ. 597D. ― Πρβλ. φυτοεργός.

Greek Monolingual

-όν, ΜΑ, και φυτοεργός, -όν, Α
1. αυτός που καλλιεργεί και περιποιείται φυτά, ιδίως δένδρα κήπου
2. μτφ. πρωτουργός, δημιουργός («τῷ φυτουργῷ τῆς μάχης», Πισίδ. Γ.)
3. το αρσ. ως ουσ.φυτουργός
κηπουρός και κυρίως αμπελουργός
αρχ.
μτφ. (με ή χωρίς τη λ. πατήρ) γεννήτορας, πατέρας.
[ΕΤΥΜΟΛ. < φυτόν + -ουργός (< ἔργον), πρβλ. λιθ-ουργός].

Greek Monotonic

φῠτουργός: -όν (*ἔργω
I. αυτός που δουλεύει στα φυτά· ως ουσ., κηπουρός, αμπελουργός, σε Ανθ.
II. μεταφ., δημιουργός, σε Σοφ., Ευρ.· πρωτεργάτης ενός πράγματος, σε Πλάτ.

Middle Liddell

φῠτ-ουργός, όν [*ἔργω
I. working at plants; as substantive a gardener, vinedresser, Anth.
II. metaph. begetting, Soph., Eur.: the author of a thing, Plat.

English (Woodhouse)

begetting children, of a parent

⇢ Look up on Google | Wiktionary | LSJ full text search (Translation based on the reversal of Woodhouse's English to Ancient Greek dictionary)