παρακομιδή: Difference between revisions

From LSJ

ὀλίγοι τινὲς ὧν ἐντετύχηκα → a very few whom I've met

Source
m (Text replacement - "<b class="num">(\d+)\)" to "<b class="num">$1")
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(<\/b>) ([a-zA-ZÀ-ÿ'Œœ ]+), ([a-zA-ZÀ-ÿŒœ ]+);" to "$1 $2, $3;")
Tags: Mobile edit Mobile web edit
Line 14: Line 14:
}}
}}
{{bailly
{{bailly
|btext=ῆς (ἡ) :<br /><b>1</b> action de transporter, transport;<br /><b>2</b> traversée, trajet.<br />'''Étymologie:''' [[παρακομίζω]].
|btext=ῆς (ἡ) :<br /><b>1</b> [[action de transporter]], [[transport]];<br /><b>2</b> traversée, trajet.<br />'''Étymologie:''' [[παρακομίζω]].
}}
}}
{{elnl
{{elnl

Revision as of 18:28, 28 November 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: παρακομῐδή Medium diacritics: παρακομιδή Low diacritics: παρακομιδή Capitals: ΠΑΡΑΚΟΜΙΔΗ
Transliteration A: parakomidḗ Transliteration B: parakomidē Transliteration C: parakomidi Beta Code: parakomidh/

English (LSJ)

ἡ, A transportation, conveyance, τῶν ἐπιτηδείων ἐκ τῆς Εὐβοίας Th.7.28, cf. PRev.Laws 48.11 (iii B.C.), etc.; ποιεῖσθαι τὴν π. τῶν ἀναγκαίων Plb. 10.10.13; bringing up, τοῦ χάρακος Id.18.18.4. II (from Pass.) going across or sailing across, passage, transit, ἡ π. ἡ ἐς τὴν Σικελίαν Th.5.5, cf. Plb.3.43.3, etc.

German (Pape)

[Seite 484] ἡ, das Daneben-, Herbeitragen, die Zufuhr, ἐπιτηδείων u. ä., Pol. 10, 10, 13; – das Hinfahren, Überfahren, ἡ ἐς τὴν Σικελίαν, Thuc. 5, 5; παρακομιδὴν ποιεῖσθαι, überfahren, Pol. 5, 5, 3 u. öfter; διὰ τοῦ πόρου, 3, 43, 3.

French (Bailly abrégé)

ῆς (ἡ) :
1 action de transporter, transport;
2 traversée, trajet.
Étymologie: παρακομίζω.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

παρακομιδή -ῆς, ἡ [παρακομίζω] transport:. ἡ τῶν ἐπιτηδείων π. het transport van de levensmiddelen Thuc. 7.28.1. vaart, overtocht:. ἐν δὲ τῇ παρακομιδῇ τῇ ἐς τὴν Σικελίαν op de overtocht naar Sicilië Thuc. 5.5.1.

Russian (Dvoretsky)

παρακομῐδή:
1 привоз, доставка (ἐπιτηδείων Polyb.);
2 переезд (ἐς τὴν Σικελίαν Thuc.; διὰ τοῦ πόρου Polyb.).

Greek Monolingual

ἡ, Α παρακομίζω
1. μεταβίβαση, μεταφορά
2. συμπλήρωση
3. μετάβαση στο απέναντι μέρος, διάβαση, πέρασμα («ἀσφαλεστέρα γίγνοιτο τοῖς μονοξύλοις ή παρακομιδὴ διὰ τοῦ πόρου», Πολ.).

Greek Monotonic

παρακομῐδή: ἡ,
I. μεταφορά, μεταβίβαση, σε Θουκ.
II. (από την Παθ.), πέρασμα ή μετάβαση στο απέναντι σημείο, διάβαση, πέρασμα, στον ίδ.

Greek (Liddell-Scott)

παρακομῐδή: ἡ, τὸ μεταβιβάζειν, μεταβίβασις, μεταφορά, Θουκ. 7. 28· π. ποιεῖσθαι τῶν ἀναγκαίων Πολύβ. 10. 10, 13· ― συμπλήρωσις, τοῦ χάρακος ὁ αὐτ. 18. 1, 4, ΙΙ. (ἐκ τοῦ παθ.) τὸ μεταβαίνειν ἢ περαιοῦσθαι εἰς τὸ ἀντιπέραν μέρος, διάβασις, ἡ π. ἡ ἐς τὴν Σικελίαν Θουκ. 5. 5, πρβλ. Πολύβ. 3. 43, 3, κτλ.

Middle Liddell

παρακομῐδή, ἡ,
I. a carrying across, transporting, Thuc.
II. (from Pass.) a going or sailing across, passage, transit, Thuc. [from παρακομίζω

English (Woodhouse)

bringing in

⇢ Look up on Google | Wiktionary | LSJ full text search (Translation based on the reversal of Woodhouse's English to Ancient Greek dictionary)