ὀπωπή: Difference between revisions

From LSJ

πάτερ, ἄφες αὐτοῖς, οὐ γὰρ οἴδασιν τί ποιοῦσιν → father, forgive them, for they know not what they do

Source
m (Text replacement - "<b class="num">(\d+)\)" to "<b class="num">$1")
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(<\/b>) ([a-zA-ZÀ-ÿ'Œœ ]+), ([a-zA-ZÀ-ÿŒœ ]+);" to "$1 $2, $3;")
Line 14: Line 14:
}}
}}
{{bailly
{{bailly
|btext=ῆς (ἡ) :<br /><b>1</b> vue, action de voir;<br /><b>2</b> vue, regard.<br />'''Étymologie:''' [[ὄψομαι]].
|btext=ῆς (ἡ) :<br /><b>1</b> [[vue]], [[action de voir]];<br /><b>2</b> vue, regard.<br />'''Étymologie:''' [[ὄψομαι]].
}}
}}
{{elru
{{elru

Revision as of 18:35, 28 November 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ὀπωπή Medium diacritics: ὀπωπή Low diacritics: οπωπή Capitals: ΟΠΩΠΗ
Transliteration A: opōpḗ Transliteration B: opōpē Transliteration C: opopi Beta Code: o)pwph/

English (LSJ)

, (ὄπωπα) poet. for ὄψις, A a sight or view, ὅπως ἤντησας ὀπωπῆς Od.3.97. 2 outward appearance, μετεβάλλετ' ὀπωπάν Erinn.in PSI9.1090.53 + 13 (p. xii), cf. Nonn.D.2.60, al. II sight, power of seeing, ἁμαρτήσεσθαι ὀπωπῆς Od.9.512. 2 eyeball, A.R.2.109 : pl., ib.445; but, eyes, Id.3.1023,4.1670, Opp.C.3.75.

German (Pape)

[Seite 364] das Sehen, das Gesicht; ὅπως ἤντησας ὀπωπῆς, Od. 3, 97. 4, 327, wie du es sahest; auch ὅς μοι ἔφη χειρῶν ἐξ Ὀδυσῆος ἁμαρτήσεσθαι ὀπωπῆς, 9, 512, ich würde mein Gesicht verlieren; sp. D., Ap. Rh. 2, 109, bes. im plur., Opp. Cyn. 3, 75 u. Anth.

French (Bailly abrégé)

ῆς (ἡ) :
1 vue, action de voir;
2 vue, regard.
Étymologie: ὄψομαι.

Russian (Dvoretsky)

ὀπωπή:
1 видение, узрение: ἀντῆσαι ὀπωπῆς Hom. лично увидеть, быть очевидцем;
2 зрение: ἁμαρτήσεσθαι ὀπωπῆς Hom. лишиться зрения.

Greek (Liddell-Scott)

ὀπωπή: ἡ, (ὄπωπα) Ποιητ. ἀντὶ ὄψις, θέα, ὅπως ἤντησας ὀπωπῆς, ὅ τι ἔτυχε νὰ ἴδῃς, Ὀδ. Γ. 97, Δ. 327. ΙΙ. ἡ δύναμις τοῦ ὁρᾶν, ὅρασις, χειρῶν ἐξ Ὀδυσῆος ἁμαρτήσεσθαι ὀπωπῆς, ὅτι ἐκ τῆς χειρὸς τοῦ Ὀδυσσέως θὰ χάσω τὸ φῶς μου, Ι. 512. 2) ὁ ὀφθαλμός, Ἀπολλ. Ρόδ. Β. 109· πληθ., οἱ ὀφθαλμοί, αὐτόθι 445, Ὀππ. Κυν. 3. 75.

English (Autenrieth)

(ὄπωπα): sight, power of vision, Od. 9.512 ; ἤντησας ὀπωπῆς, ‘hast met the view,’ ‘thine eyes have seen,’ Od. 3.97.

Greek Monolingual

ὀπωπή, ἡ (Α)
1. θέα, βλέμμαὅπως ἤντησας ὀπωπῆς» — όπως είδες, Ομ. Οδ.)
2. η εξωτερική όψη, η εμφάνιση
3. η αίσθηση της όρασης
4. ο βολβός του οφθαλμού
5. οφθαλμός, μάτι («μελαινομένῃσιν ὀπωπαῑς», Οππ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. Υποχωρητ. σχηματισμός από τον παρακμ. ὄπωπα (πρβλ. ὄδωδα: ὀδωδή)].

Greek Monotonic

ὀπωπή: ἡ (ὄπωπα), ποιητ. αντί ὄψις,
I. θέα ή όψη, σε Ομήρ. Οδ.
II. όραση, η ικανότητα του να βλέπει κάποιος, στο ίδ.

Middle Liddell

ὀπωπή, ἡ, ὄπωπα [poetic for ὄψις
I. a sight or view, Od.
II. sight, power of seeing, Od.